Του Δημήτρη Παπαδημητρίου, Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής:
Το θέμα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας αποτελεί μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ιδίως σε αυτή την εποχή που η Ελλάδα έπειτα από εννιά χρόνια κρίσης εισέρχεται πλέον σε τροχιά ανάπτυξης. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία αποκτά μια πρωτόγνωρη δυναμική, κάτι που επιβεβαιώνεται από το έντονο ενδιαφέρον για άμεσες ξένες επενδύσεις και όχι μόνο.
Συνεπώς το πώς «διαβάζουμε» τα οικονομικά στοιχεία κυρίως σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, προκειμένου να εξαγάγουμε αξιόπιστα συμπεράσματα. Κάτι τέτοιο θα μας βοηθήσει να χαρτογραφήσουμε την πορεία μας από εδώ και πέρα και να αποφύγουμε τον κίνδυνο μιας λανθασμένης, αρνητικής για την οικονομία ανάγνωσης των στοιχείων, που θα απειλούσε να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Στην περίπτωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας υπάρχουν δύο ειδών μελέτες: οι ποσοτικές και οι ποιοτικές. Οι ποσοτικές μελέτες προσεγγίζουν τους αριθμούς ευθέως, χωρίς να επηρεάζονται από το ζοφερό κλίμα των χρόνων της κρίσης. Δυστυχώς, οι ποιοτικές μελέτες λαμβάνουν υπ’ όψιν κυρίως το οικονομικό κλίμα του παρελθόντος, με αποτέλεσμα να σφάλλουν στις εκτιμήσεις τους για το μέλλον. Κι αυτό συμβαίνει γιατί βρισκόμαστε πραγματικά σε ένα σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία και τα λάθη για τις ποιοτικές μελέτες είναι πολύ πιθανά, αν όχι αναπότρεπτα.
Παραδείγματα ποιοτικών μελετών αποτελούν η περίπτωση του IMD και η περίπτωση του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, τα οποία δείχνουν πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα η E.E., ο ΟΟΣΑ και η Τράπεζα της Ελλάδος, που βασίζονται κυρίως σε ποσοτικές μετρήσεις, καταγράφουν βελτίωση.
Συγκεκριμένα:
1. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ελληνική ανταγωνιστικότητα (ως προς 37 ανταγωνίστριες χώρες) με βάση τις σχετικές τιμές κατανάλωσης βελτιώθηκε κατά 3,4% το 2016 έναντι του 2014, με βάση τις σχετικές τιμές εξαγωγών βελτιώθηκε κατά 12,6% και με βάση τα σχετικά κόστη εργασίας βελτιώθηκε κατά 5%.
2. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ανταγωνιστικότητα (ως προς 28 εμπορικούς εταίρους της χώρας) με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή μειώθηκε κατά 0,7% έναντι του 2015, αλλά βελτιώθηκε κατά 4,4% έναντι του 2014, ενώ το α’ τρίμηνο 2017 βελτιώθηκε περαιτέρω κατά 0,3% σε ετήσια βάση.
3. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ (Economic Outlook, June 2017), η ελληνική ανταγωνιστικότητα με βάση τις σχετικές τιμές κατανάλωσης βελτιώνεται σταθερά μετά το 2014 (στάσιμη το 2016) και παρά την πρόβλεψή του για ανάπτυξη μόλις 1,1% φέτος εκτιμά πως το 2017 η συνολική βελτίωση από το 2014 θα φτάσει το 7,2% (6,6% με βάση τα σχετικά κόστη εργασίας).
Επιπλέον αξίζει να συνυπολογίσουμε ότι οι εγχώριες επενδύσεις αυξάνονται τα 3 από τα 4 τελευταία τρίμηνα με μέσο ρυθμό 14% ετησίως και ότι οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν ετησίως 170% το 2016 και 236% το α’ τετράμηνο 2017.
Επίσης το πιο εκτεθειμένο στον διεθνή ανταγωνισμό τμήμα της οικονομίας, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ανακάμπτει με μέσο ετήσιο ρυθμό 7% τα τρία τελευταία τρίμηνα.
Να μην παραβλέψουμε εξάλλου και τα κοινωνικά οφέλη της μεταστροφής της ελληνικής οικονομίας. Για παράδειγμα, μεταξύ Ιανουαρίου 2015 και Απριλίου 2017 (διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) οι μεν άνεργοι μειώθηκαν κατά 186.000 (με συνέπεια το ποσοστό ανεργίας να πέσει κατά 4,1 μονάδες), οι δε απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 213.600 (ΕΛΣΤΑΤ). Είχαμε δε αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των νεοϊδρυόμενων επιχειρήσεων με τις συστάσεις να υπερβαίνουν κατά 2.259 τα «λουκέτα».
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα HR Trends Survey της Randstad Ελλάδος, το 71% των εργοδοτών προτίθεται να προχωρήσει το 2017 σε προσλήψεις, ενώ το 37% σκοπεύει να αυξήσει και τους μισθούς.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα και ότι η ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί παρά μόνο να βελτιώνεται. Πιστεύω ότι διατηρώντας όλες οι πλευρές μια υπεύθυνη και ψύχραιμη στάση, χωρίς πανηγυρισμούς ή ανεδαφικές αρνητικές προβλέψεις, η Ελλάδα θα μπορέσει πολύ γρήγορα να γίνει η μεγάλη οικονομική έκπληξη σε παγκόσμιο επίπεδο.