Εν έτει 1975, η Ελλάς παρελάμβανε τα πρώτα πυροσβεστικά αεροπλάνα. Απεδείχθη στον τομέα αυτό πρωτοπόρος μια και ελάχιστες χώρες είχαν σκεφθεί μέχρι εκείνη την στιγμή ότι η πυρόσβεσις θα μπορούσε να γίνεται από αέρος. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε σκέψις δημιουργίας ειδικού υπουργείου για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων φυσικών καταστροφών και θεομηνιών. Και αυτή ακόμη η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας δημιουργήθηκε πολλά χρόνια αργότερα. Όμως τότε και συντονισμός υπήρχε και δουλειά γινόταν.
Του Ευθύμιου Π. Πέτρου
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
Η Πυροσβεστική συνεργαζόταν αγαστά με την Δασική Υπηρεσία και με την Πολεμική Αεροπορία, η οποία διαχειριζόταν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα. Ήταν περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που υπό την Γενική Γραμματεία Δασών, στην οποία είχαν περιέλθει οι σχετικές αρμοδιότητες, εισήχθη ο θεσμός των «δασοκομάντος».
Άνδρες που είχαν υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων προσελήφθησαν και εκπαιδεύθηκαν, ώστε να συμπληρώνουν το πυροσβεστικό έργο στο έδαφος ακολουθώντας τις ρίψεις των αεροσκαφών στις δύσβατες περιοχές στις οποίες τα πυροσβεστικά οχήματα δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν. Και αυτή η μορφή οργανώσεως ήταν πρωτοποριακή. Με την κυβερνητική αλλαγή όμως του 1993 όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί μπήκαν στο αρχείο και το έργο που είχε γίνει διεγράφη.
Από εκείνη την εποχή όμως πολλά έχουν αλλάξει. Ο υπερδιογκωθείς κρατικός μηχανισμός, έπαυσε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα αναζητώντας πρακτικές λύσεις και άρχισε να δημιουργεί δομές και διαδικασίες όλο και πιο λαβυρινθώδεις. Το «μοντέλο» είχε δοκιμασθεί και είχε αποτύχει.
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, συγκροτήθηκε για τον συντονισμό του δασοπυροσβεστικού έργου ένα Συντονιστικό Διυπουργικό Όργανο (ΣΔΟ) υπό τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Αμύνης Αντώνη Δροσογιάννη. Τότε διαπιστώθηκε στην πράξη ότι η συνυπευθυνότητες οδηγούν σε ανευθυνότητα. Αλλά αντί να διδαχθεί κάτι το ελληνικό Κράτος απεφάσισε να θεσμοθετήσει αυτό ακριβώς το αποτυχημένο μοντέλο.
Έτσι από την Γενική Γραμματεία Δασών μεταπηδήσαμε στην Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, στο υφυπουργείο Πολιτικής Προστασίας το οποίο «μετασχηματίσθηκε» σε υπουργείο με την προσθήκη της «κλιματικής κρίσεως» που εν τέλει φαίνεται ότι είναι η νέα δικαιολογία για αυτά που δεν πηγαίνουν καλά.
Παραλλήλως προς αυτές τις δομές και, σχεδόν ανεξαρτήτως από αυτές λειτουργούσε η Πολεμική Αεροπορία η οποία εσχεδίαζε την απόκτηση και αξιοποίηση αεροπλάνων, αλλά όχι και ελικοπτέρων με τα οποία ησχολείτο μόνον η Πυροσβεστική. Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις μεγάλες δασικές πυρκαϊές του 2007, η Αεροπορία συνέταξε ένα σχέδιο αποκτήσεως νέων αεροπλάνων. Σε εκείνη την φάση όμως τα Canadair, τα οποία θεωρούνται ως τα πλέον κατάλληλα για την μορφολογία του ελληνικού εδάφους είχαν σταματήσει να κατασκευάζονται.
Ελπίζοντας ότι κάποτε η παραγωγή τους θα επαναλαμβανόταν η Αεροπορία τα περιέλαβε στο σχέδιό της προβλέποντας ταυτοχρόνως και την απόκτηση μικρού αριθμού των ρωσσικής κατασκευής Beriev 200. Το σχέδιο αυτό όμως έμεινε «στα χαρτιά». Την ίδια στιγμή η Πυροσβεστική κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα πλέον κατάλληλα ελικόπτερα για την κατάσβεση δασικών πυρκαϊών είναι τα καναδικής προελεύσεως Erickson. Αν και υπήρξαν προτάσεις για αγορά τέτοιων ελικοπτέρων, ουδέποτε άρχισε ένα ουσιαστικό πρόγραμμα και, συνεχίζουμε να τα μισθώνουμε.
Ανεδείχθη εκ παραλλήλου η έλλειψις των δασοκομάντος. Κατ’ επανάληψιν έχουν έλθει για να βοηθήσουν δασοκομάντος από την Κύπρο, αλλά ουδείς στην Αθήνα εσκέφθη ότι πρέπει κάποτε να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο του 1993. Άλλωστε για τις ανάγκες της Ελλάδος είχε εκτιμηθεί ότι πρέπει να συγκροτηθούν τρία τάγματα δασοκομάντος, ενώ η Κύπρος διαθέτει και μπορεί να μας στείλει μόλις 60 άτομα, δηλαδή ούτε ένα λόχο!
Όλα αυτά τα οργανωτικά στοιχεία έχουν αγνοηθεί και το σχέδιο του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας έχει επικεντρωθεί αποκλειστικώς στην απόκτηση ιπταμένων μέσων. Και πάλι όμως διαδικασίες για την αγορά είτε αεροπλάνων είτε ελικοπτέρων, δεν έχουν δρομολογηθεί. Παραμένουμε στην ενοικίαση.
Η αλήθεια είναι ότι με αυτήν την μεθοδολογία η ελληνική πλευρά απαλλάσσεται από την ανάγκη να παρέχει τεχνική υποστήριξη και ανταλλακτικά στα χρησιμοποιούμενα μέσα (αυτές οι υπηρεσίες περιλαμβάνονται στο συμβόλαιο μισθώσεως και παρέχονται από τους ιδιοκτήτες, οπότε ίσως υπάρχει μία λογική στην απόφαση αυτή. Εκεί που δεν υπάρχει καμμία λογική είναι στην έλλειψη συνολικού σχεδιασμού και κυρίως στην εμμονή να μην ξανασυγκροτούνται οι δασοκομάντος.