Τα δάση δεν έχουν λαλιά. Αν όμως η Δαδιά μπορούσε να μας μιλήσει, μετά την τεράστια καταστροφή που υπέστη πέρυσι και φέτος, η φωνή της θα έβγαινε σίγουρα από το στόμα αυτών των δύο ανθρώπων.
Φύλακες της προστατευόμενης περιοχής από το 1987, τους συνάντησα αφού διέσχισα χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων καμένης γης. Για τεράστια διαστήματα η άσφαλτος είχε το ίδιο χρώμα με τα αποτεφρωμένα δένδρα, δυστοπικό θέαμα μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι. Ο Πέτρος Μπαμπάκας εξακολουθεί ακόμη να εργάζεται στη Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Εβρου-Δαδιάς.
Ο Κώστας Πιστόλας, που είναι και κτηνοτρόφος, συνταξιοδοτήθηκε πριν από λίγα χρόνια. Ο τελευταίος αφιερώθηκε τότε στις δυο μονάδες του με αγελάδες και γίδια. Η μία κάηκε τον Αύγουστο. «Την παρακολουθούσα να λαμπαδιάζει», είναι η πρώτη του κουβέντα. «Το φιλοσόφησα όμως. Γυρίζω σπίτι μου και τουλάχιστον μπορώ να κάνω ένα μπάνιο. Μετά από αυτά που έγιναν στη Θεσσαλία και στη Μαγνησία, δεν ξέρεις ποιον να πρωτολυπηθείς και ποιον να πρωτοσυμπονέσεις στην Ελλάδα. Τον εαυτό σου και τους συχωριανούς σου; Μήπως τους άλλους που παλεύουν τώρα με τη λάσπη και τις αρρώστιες;».
Κύκλος αιώνων
Για τον ίδιο, με την απώλεια των ζώων του έκλεισε ένας κύκλος αιώνων. Σβήστηκε η σαρακατσάνικη κτηνοτροφική παράδοση της οικογένειάς του που ξεκινούσε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με βοσκοτόπια από τη Θράκη έως τον Δούναβη. «Σε αυτά τα μέρη εδώ, που εγκατασταθήκαμε μόνιμα από το 1923, είχαμε το πιο μεγάλο τσελιγκάτο με 16.000 ζώα. Αρχιτσέλιγκας ήταν ο προπάππους μου. Ο ένας μου γιος, κτηνίατρος στο επάγγελμα, συνέχιζε και αυτός τη δουλειά μας μόνο και μόνο για συναισθηματικούς λόγους. Τώρα, τι μας κρατάει όρθιους πια;».
Ο κ. Πιστόλας έμαθε από τα γεννοφάσκια τη Δαδιά σαν την παλάμη του και παρακολούθησε μέρα με μέρα την εξέλιξή της μέχρι και φέτος το καλοκαίρι, οπότε το 57% του δάσους κάηκε. Ο κ. Μπαμπάκας, επίσης γέννημα θρέμμα της περιοχής, με μνήμες και βιώματα.
«Για εμάς η πρόσφατη φωτιά δεν ήταν έκπληξη», λένε. «Την περιμέναμε να συμβεί». Η Δαδιά είχε γίνει σαν ωρολογιακή βόμβα. Θα έσκαγε κάποια στιγμή, ανεξαρτήτως κλιματικής αλλαγής. Απλώς η τελευταία έδρασε ως καταλύτης. «Το δάσος είχε αρχίσει να αλλάζει έντονα ήδη από τη δεκαετία του 1960», τονίζει ο 57χρονος σήμερα Πέτρος Μπαμπάκας. «Τότε άρχισαν να μειώνονται οι κτηνοτρόφοι. Τα ζώα τους που βοσκούσαν καθημερινά στο δάσος, κρατούσαν ανοιχτά τα περάσματα, τα ξέφωτα, έτσι ήταν πιο αραιά τα μεγάλα δένδρα.
Το ίδιο έκαναν και οι υλοτόμοι, αφαιρώντας αριθμό επιλεγμένων δέντρων με υπόδειξη από τους επιστήμονες της Δασικής Υπηρεσίας. Εξαφανίστηκαν και αυτοί σιγά σιγά. Οταν σταμάτησαν η βόσκηση και η υλοτόμηση, σταδιακά η Δαδιά άρχισε να γίνεται μια αδιαπέραστη ζούγκλα. Απέκτησε πολύ μεγαλύτερη καύσιμη ύλη σε σχέση με το παρελθόν. Αν έπιανε φωτιά, λοιπόν, θα έκαιγε πολύ άγρια, ασταμάτητα, θα απλωνόταν παντού. Οπως και έγινε».
«Παράλληλα, υπήρξε πληθυσμιακή απίσχνανση των παραδασόβιων κατοίκων που ήταν σε συμβίωση με το οικοσύστημα. Αυτοί έβλεπαν και τις φωτιές και ήξεραν και πώς να τις σβήσουν. Εκείνοι μάλιστα έβαζαν μικρές ελεγχόμενες πυρκαγιές τον χειμώνα στα λιβάδια και στα χωράφια τους για πρόληψη και καθαρισμό. Προσθέστε και την αποδυναμωμένη δασική υπηρεσία, τόσο σε αρμοδιότητες όσο και σε προσωπικό. Κάποτε οι εργαζόμενοί της ήταν στην πρώτη γραμμή της πυρόσβεσης και είχαν γνώση της περιοχής και των ιδιαιτεροτήτων της, του αναγλύφου, της βλάστησης.
Τώρα, μόλις σκάσει η φωτιά, όλοι περιμένουν να έρθει η Πυροσβεστική που συνήθως φέρνει προς ενίσχυση κλιμάκιά της από άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι πυροσβέστες αυτοί δεν έχουν ιδέα πώς είναι το συγκεκριμένο δάσος. Πώς να γλιτώσει η Δαδιά; Καταδικασμένη ήταν. Το ζήτημα δεν είναι μόνον ότι απανθρακώθηκε, αλλά και ότι δύσκολα θα ανακάμψει. Το 1948, λ.χ., στον Εμφύλιο κάηκε εξίσου τεράστια έκταση. Ομως, την εποχή εκείνη η δομή του οικοσυστήματος ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Αυτό βοήθησε να αναγεννηθεί γρηγορότερα», εξηγεί ο κ. Πιστόλας.
«Το δάσος είχε αρχίσει να αλλάζει από τη δεκαετία του 1960. Τότε άρχισαν να μειώνονται οι κτηνοτρόφοι. Τα ζώα τους βοσκούσαν στο δάσος. Εξαφανίστηκαν και οι υλοτόμοι. Σταδιακά, η Δαδιά άρχισε να γίνεται ζούγκλα».
Συμπληρώνει: «Τα ζώα και οι άνθρωποι τότε ρύθμιζαν τον λεγόμενο υπόροφο, τη χαμηλή βλάστηση που δεν θέριευε. Δεν μιλάμε για τα σταβλισμένα βοοειδή, αλλά για την εκτατική κτηνοτροφία γιδοπροβάτων που απλωνόταν παντού. Συμπέρασμα: Δεν σβήνει μια φωτιά όταν ανάψει η πρώτη σπίθα, αλλά με μεθοδική δουλειά ετών που έχει προηγηθεί. Με σωστή πολιτική προστασίας. Δεν χρειαζόμαστε δηλαδή περισσότερα Canadair, αλλά κτηνοτρόφους και υλοτόμους, οι οποίοι θα αποκτήσουν κίνητρα για να παραμείνουν και να συνεχίσουν να εργάζονται στον τόπο. Ομως το κράτος κωφεύει.
Εμείς που ζούσαμε στη Δαδιά είδαμε και άλλες εγκληματικές αλλαγές. Στη Μεταπολίτευση, λ.χ., κάποιοι κρατικοί ιθύνοντες θεώρησαν ότι το δάσος πρέπει να είναι κερδοφόρο. Συνεπώς, όπως σε διάφορες περιοχές του Εβρου έτσι και εδώ, υλοτόμησαν και εκρίζωσαν τις δρυς και άλλα πλατύφυλλα, και φύτεψαν τα ταχύτερης απόδοσης ξυλείας πεύκα, αυτοφυή και ξενικά, ευτυχώς όχι στους πυρήνες αλλά στην περιφέρεια του Εθνικού Πάρκου.
Αυτό είχε επιπτώσεις που είδαμε παντού», υπογραμμίζει ο Κώστας Πιστόλας, εννοώντας ότι πείραξαν τη σύνθεση και τη δομή του οικοσυστήματος που είχε διατηρηθεί στην περιοχή μέσω της ήπιας όχλησης (κτηνοτροφία, γεωργία) για εκατοντάδες χρόνια, έχοντας δημιουργήσει ένα χαρακτηριστικό μωσαϊκό στο δάσος με νησίδες πευκοδάσους, υποβαθμισμένα δρυοδάση, θαμνώνες, λιβάδια και αγροτεμάχια. Αλλαγή που στόχο είχε την αύξηση της παραγωγής ξύλου σε γρηγορότερο χρόνο.
Κάποια στιγμή, δύο Ολλανδοί οικολόγοι που ήξεραν τη Δαδιά προσπάθησαν να σταματήσουν το κακό. Ευαισθητοποίησαν την πολιτεία. Οντως, μετά λίγο καιρό, πάνω από 400.000 στρέμματα κηρύχθηκαν προστατευόμενη περιοχή. Αυτό δεν άρεσε στους κατοίκους, διότι είχαν μάθει να βγάζουν χρήματα, κόβοντας δένδρα. Κάποια χρόνια αργότερα, οι Μπαμπάκας και Πιστόλας έπιασαν δουλειά στο νεοσύστατο κέντρο ενημέρωσης για το δάσος.
Τότε ξεκίνησε και η προσπάθεια της προσέλκυσης επισκεπτών, κυρίως για να δουν την καταπληκτική ορνιθοπανίδα της περιοχής. «Μας έδωσαν ένα λυόμενο, να αυτό εδώ πίσω», μου λένε και μου δείχνουν ένα οίκημα. «Εκεί αρχίσαμε να σερβίρουμε καφέ, να βάζουμε ένα σεντόνι και να προβάλλουμε σλάιντ με τα πουλιά. Με χρήματα που είχε τότε το ΥΠΕΧΩΔΕ, όπου υπαχθήκαμε, πήραμε ένα τζιπ, φτιάξαμε ένα παρατηρητήριο και μια ταΐστρα για τα όρνεα και τα αρπακτικά». Τη δεκαετία του 2000, άρχισαν να έρχονται πια μαζικά ομάδες μαθητών και τουριστών.
Μόνιμη αποικία
Μία από τις δουλειές που είχαν εξαρχής ο Πιστόλας και ο Μπαμπάκας ήταν να σιτίζουν μία φορά την εβδομάδα τους γύπες – δηλαδή, τα όρνεα, τους ασπροπάρηδες και τους μαυρόγυπες. Οι τελευταίοι έχουν μόνιμη αποικία στη Δαδιά. Μαζί με την Ισπανία είναι τα μόνα μέρη στην Ευρώπη όπου αναπαράγεται το είδος. «Ημασταν σε συνεννόηση με τους βοσκούς, που μας έδιναν νεκρά ζώα και με τα σφαγεία της Αλεξανδρούπολης για εντόσθια διότι είναι πτωματοφάγα», μου λένε.
«Βάζαμε την “τροφή” μέσα στο τρέιλερ που κουβαλάγαμε με το τζιπ στην ταΐστρα, μια ειδική περιχαρακωμένη περιοχή 16 χιλιομέτρων. Σε λίγο καιρό, τα όρνεα είχαν μάθει είτε το αμάξι είτε ήξεραν τον ήχο από το τρέιλερ και μας ακολουθούσαν από τον ουρανό. Τρομερό θέαμα! Η αγωνία μας ήταν να μην κάνουμε τα πουλιά “δημόσιους υπαλλήλους” και ξεμάθουν να βρίσκουν μόνα το φαγητό τους. Ετσι, τα ταΐζαμε μία φορά τη βδομάδα. Tο γεύμα που τους παρείχαμε ήταν συμπληρωματικό, ποτέ το κύριο».
Και τώρα με την πυρκαγιά; Ο Πέτρος Μπαμπάκας τονίζει: «Θα τα ταΐζουμε αναγκαστικά πιο συχνά, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχασαν τα “σπίτια τους”. Τα όρνεα αυτά ζευγαρώνουν εδώ διότι είχαμε ανθεκτικά μεγάλα μαυροπεύκα που σήκωναν το βάρος της φωλιάς τους. Το σχέδιο είναι να μπουν στα καμένα πια δένδρα σιδερένιοι στύλοι με “πιάτα” και ύστερα εγώ θα αναλάβω να τα ντύσω με κλαδιά για να τα βρούνε έτοιμα τα 36 ζεύγη από μαυρόγυπες την επόμενη άνοιξη. Τότε πλέον θα ξέρουμε τι ζημιά έχει κάνει η φωτιά, στην πανίδα και στη χλωρίδα.
Τότε θα φανεί και ποια δένδρα είναι ζωντανά, πόσα φίδια και χελώνες (η τροφή των αρπακτικών) έζησαν. Το καλό είναι, πάντως, ότι όταν έπιασε φωτιά στη Δαδιά η περίοδος φωλεοποίησης είχε τελειώσει και τα περισσότερα πουλιά σώθηκαν», συμπληρώνει ο άνθρωπος που έχει φροντίσει πολλούς νεοσσούς μαυρόγυπων που πέφτουν κατά καιρούς στο έδαφος μαζί με τις φωλιές τους λόγω του αέρα. «Μωράκια είναι και αυτά. Τα πιάνω προσεκτικά, κρατάω το κεφαλάκι τους να μην κρεμάσει, τα φτεράκια τους, τα ποδαράκια τους. Μετά φτιάχνω μια καινούργια φωλιά στο ίδιο δένδρο και τα βάζω μέσα για να έρθουν και οι γονείς».
«Εμείς δεν θα ξαναδούμε το δάσος. Ισως τα εγγόνια μας»
Προτού αποχαιρετήσω, ρωτώ τι θα πρέπει να γίνει για να αναγεννηθεί το δάσος. «Πρώτο βήμα είναι να δράσουμε γρήγορα και σωστά, έχοντας ένα σχέδιο για να προφυλάξουμε τα βασικά στοιχεία, όπως να αντιμετωπίσουμε εγκαίρως διαβρώσεις, εκεί όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι μεγάλες, διότι οι πλημμύρες θα πάρουν το χώμα. Πλέον, χρειάζεται επαγγελματισμός και όχι ερασιτεχνισμός.
Χρειάζεται, όμως, ριζικά διαφορετικός σχεδιασμός πολιτικής και μέτρων όπως και σχέδια διαχείρισης που θα γίνονται γι’ αυτό το δάσος, αλλά και το πιο σημαντικό, να γίνεται η πλήρης εφαρμογή τους. Διότι ακόμη και όταν ξαναδημιουργηθεί –εμείς δεν θα το προλάβουμε, ίσως τα παιδιά ή τα εγγόνια πια– θα ξαναγίνει ζούγκλα, θα ξανακαεί και τότε θα εξαφανιστεί πια για πάντα», τονίζει ο κ. Πιστόλας.
«Τα μεσογειακά οικοσυστήματα, όπως η Δαδιά, μπορούν να επιβιώσουν μόνον αν τα φροντίσουμε σωστά και έχουν πλάι τους οικισμούς ανθρώπων. Ο μόνος τρόπος ώστε να καταστήσουμε το δάσος μας βιώσιμο για το μέλλον είναι με την αναβίωση της εκτατικής κτηνοτροφίας και τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα στην περιοχή με κάθε τρόπο και μέσο. Πρέπει να αγοραστούν ζώα, να βρεθούν νέοι βοσκοί και υλοτόμοι. Πρέπει να επιτραπεί η βόσκηση ζώων στα καμένα που αυτοστιγμεί κηρύσσονται αναδασωτέα και απαγορεύεται διά νόμου με πέντε έως δέκα χρόνια να μπουν κοπάδια.
Αυτό είναι έγκλημα! Παράλληλα, θα πρέπει ο Εβρος να κρατήσει τον πληθυσμό του, να μην έχει και άλλα νεκροχώρια. Από τότε που έγιναν “εργοστάσια” παραγωγής συνοριοφυλάκων και δημοσίων υπαλλήλων, όλα τα νέα παιδιά της ευρύτερης περιοχής ζουν πια στην Αλεξανδρούπολη και πηγαινοέρχονται στη μεθόριο για την εργασία τους. Μια πόλη-φούσκα, με πληθυσμό 100.000 κατοίκων, όταν η ύπαιθρος ερημώνει επικίνδυνα. Δεν υπάρχουν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψυχή ζώσα».
Οι δύο φύλακες κατέληξαν με νόημα: «Η απόσταση μεταξύ Αθήνας και Εβρου δεν είναι γεωγραφική, αλλά ψυχική. Ποτέ δεν την έχουμε ξανανιώσει μεγαλύτερη. Η καρδιά της χώρας πλημμύρισε, αλλά μην ξεχάσετε τον ευάλωτο Βορρά της».
Aρθογράφος: Μαργαρίτα Πουρνάρα / Καθημερινή