Το 1721 κάτω από την Ακρόπολη, στους «Αέρηδες» της Πλάκας, οι Τούρκοι έχτισαν Μεντρεσέ, που στα τουρκικά σημαίνει ιεροσπουδαστήριο. Σε αυτό φοιτούσαν οι νεαροί μουσουλμάνοι για να γίνουν ιμάμηδες.
Η λέξη προέρχεται από το αραβικό madrasah–Madratis (ίδρυμα θεοκρατικό η άλλο) ή το αραβικό ders=μάθημα.
Στις αρχές του 18ου αιώνα όμως, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη, που παραδόθηκε στου Έλληνες. Η σχολή με τα δωμάτια για τους σπουδαστές και την εσωτερική αυλή μετατράπηκε σε φυλακή, η οποία λειτούργησε, από τον Όθωνα έως την περίοδο του Γεωργίου Α΄.
Ήταν μια σκληρή φυλακή.
Μπροστά από την πύλη υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος. Στα κλαδιά του κρεμούσαν τους καταδικασμένους σε θάνατο, κυρίως ποινικούς, αλλά και πολιτικούς κρατούμενους.
Το δέντρο είχε γίνει σύμβολο θανάτου αλλά και αδικίας, καθώς προφανώς αυτοί που κρέμονταν από τα κλαδιά του ήταν οι φτωχοί και μη προνομιούχοι. Φυσικά αντιπροσώπευε και την εξουσία των Βαυαρών, που καταπίεζαν το λαό και καταλήστευαν τα δημόσια ταμεία.
Έτσι, όταν για κάποιους έφθανε η ώρα της αποφυλάκισης, βγαίνοντας από την πύλη της φυλακής κοίταζαν πίσω προς τα κελιά των πρώην συγκρατούμενών τους και τους φώναζαν: «χαιρέτα μου τον πλάτανο».
Τους εύχονταν να βγουν και εκείνοι από τη φυλακή και να μην ξαναδούν ποτέ τον πλάτανο του θανάτου. Η φράση έμεινε από τότε και τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε μια κατάσταση που είναι χαμένη εκ των προτέρων, γιατί συνήθως κάποιος τη χειρίστηκε με λάθος τρόπο.
Από τον Μεντρεσέ βγήκε και η φράση «καλή κοινωνία» που χρησιμοποιούν οι φυλακισμένοι.
Οι φυλακές κατεδαφίστηκαν το 1898 από τους ίδιους του πολίτες! Λίγα χρόνια αργότερα, το 1915, ο πλάτανος είχε την ίδια τύχη μετά από ένα χτύπημα κεραυνού!
Για περίπου έναν αιώνα το αιωνόβιο δέντρο είχε γίνει η καρμανιόλα κάτω από τον Ιερό Βράχο, όπως μαρτυρά και το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου που ουσιαστικά ασκεί κριτική στην βασιλική εξουσία (1861):
«Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο
της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο…
Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,
που ξυλοκόπους, η οργή του Έθνους θα σου στείλη,
και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη.
Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,
και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα
εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία».
Τα «μουρμούρικα» ρεμπέτικα
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1830, αρχίζουν να ακούγονται μέσα στα κελιά τα «μουρμούρικα», τα οποία πήραν αυτό το όνομα γιατί οι κρατούμενοι τραγουδούσαν ψιθυριστά ώστε να μην τους ακούσουν οι δεσμοφύλακες.
Έβγαζαν δίστιχα και τα συνόδευαν με μουσική από πρόχειρα έγχορδα όργανα, με βασικό στοιχείο τον αυτοσχεδιασμό, τόσο στη μουσική όσο και στον στίχο.
Ωστόσο, ο ήχος πέρασε από τους τείχους των κελιών και έφτασε μέχρι την πλατεία του Ψυρρή, όπου τα τραγούδια εξελίχθηκαν και στις αρχές του 20ου αιώνα, τα «μουρμούρικα» ρεμπέτικα ακούγονταν σε πολλές λαϊκές συνοικίες.
Τα ρεμπέτικα των κατάδικων δεν είχαν πάντα τους ίδιους στίχους και ο μόνος τρόπος για να υποθέσει κανείς πώς μπορεί να «πήγαινε» ένα τραγούδι, είναι μέσα από τη μεταγενέστερη δισκογραφία. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι, «όλη μέρα παίζεις ζάρια» που ηχογράφησε ο Γιώργος Κατσαρός το 1930.