H σχέση της ανθρωπότητας με το φυτό κάνναβη χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Καλλιεργήθηκε από τα τέλη της νεολιθικής εποχής στην Κίνα, στην Ινδία, στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Αρχαία Ελλάδα.
Η παραγωγή και η χρήση της κάνναβης αποτελούσε ανέκαθεν φλέγον ζήτημα για τις κοινωνίες μας. Διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη διατροφή, στην ιατρική, στις θρησκευτικές τελετουργίες, ως ψυχαγωγική ουσία και ως πρώτη ύλη στην παραγωγή προϊόντων. Σε αντίθεση με τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, ο Χριστιανισμός αρνείται κατηγορηματικά τη «θεϊκότητα» της κάνναβης.
Μετά τη σύσταση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους ξεκίνησε η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης για εμπορικούς σκοπούς, μέχρι την τελική απαγόρευσή της το 1957. Η χώρα μας μαζί με την Τουρκία και την Αίγυπτο αποτελούσαν σημαντικές εξαγωγικές δυνάμεις κάνναβης.
Η χρήση ήταν ελεύθερη και καλλιεργείτο σε πρόσφορα και αποδοτικά εδάφη όπως αυτά της Πελοποννήσου. Το 1870 οι Νόμοι Αρκαδίας και Αργολίδας πρωτοστατούσαν στην καλλιέργεια της ευφορικής και κλωστικής κάνναβης.
Η Τρίπολη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε κέντρο καλλιέργειας και εμπορίας χασίς. Πρώτος εισήγαγε τους σπόρους του χασίς στην Τρίπολη ο Γεώργιος Μακρόπουλος, γαμπρός του τότε δημάρχου Τριπόλεως Αθανασίου Γρηγορόπουλου. Μετανάστες από την Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κύπρο με υπουργική διαταγή, δίδαξαν στον Δήμο Ορχομενού Μαντινείας τη μεθοδολογία της καλλιέργειάς της.
Η εφημερίδα της εποχής εκείνης «Μορέας» αναφέρει ότι το 1904 η παραγωγή στη Μαντινεία ανερχόταν στις 5.000.000 οκάδες. Το χασίς εξάγονταν στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η φήμη του το κατέτασσε ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου. Οι περισσότερες κατασχέσεις στην Τύνιδα της Τυνησίας είχαν σφραγίδα ελληνικών εργοστασίων, με κυριότερο τον οίκο «Σταύρου Κοτσακέ εν Τριπόλει».
Υπήρχαν οι ποικιλίες καννάβι και ινδικό καννάβι. Διέφεραν ως προς το ότι το καννάβι δεν είχε καθόλου οσμή. Τα δενδρύλλια ορθώνονταν σε ύψος 1 με 2 μέτρα και είχαν πάχος 1 με 3 εκατοστά. Τα φύλλα ήταν στενά και στο τελείωμά τους σαν το πριόνι. Η σπορά γινόταν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο με την ίδια διαδικασία της σποράς του σιταριού.
Τα δενδρύλλια ωρίμαζαν μέχρι τον Αύγουστο, τα σκάλιζαν, έδιωχναν τα άγρια χόρτα, τα έκοβαν και τα άπλωναν στο χωράφι να ξεραθούν για 10 μέρες. Τελικά τα μάζευαν σε δεμάτια και τα αποθήκευαν. Χαρακτηριστικές αναφορές της επίδρασης κατά τη συγκομιδή τους είναι ότι οι νεαρές κοπέλες της περιοχής, όταν έφευγαν από το χωράφι καθ’ οδόν προς το σπίτι τους, ήταν πάντα εύθυμες αλλά και πειρακτικές, σε σημείο θράσους, απέναντι στους περαστικούς.
Στα εργαστήρια χασίς εργαζόταν πολύς κόσμος, μέχρι γυναίκες και παιδιά. Η κατεργασία πραγματοποιόταν το χειμώνα, εποχή ακατάλληλη για γεωργικές εργασίες. Ξεχώριζαν το ξύλο από τα φύλλα και τον σπόρο. Τα φύλλα τα έτριβαν αρχικά πάνω σε ειδικό συρμάτινο τελάρο με χοντρές τρύπες κι έπειτα σε τελάρα με πιο ψιλές τρύπες ώστε να απομονώνονται οι σπόροι.
Τα φύλλα γίνονταν σκόνη, η οποία λόγω της ουσίας που περιείχαν σχηματιζόταν σε μία μάζα και κοβόταν σε πλάκες για κάπνισμα. Οι δε σπόροι πωλούνταν. Οι νοικοκυρές άπλωναν τους κορμούς των δενδρυλλίων στις αυλές των σπιτιών ή στα αλώνια και τους χτυπούσαν με ραβδί ώσπου να φύγουν τα υγρά από τον κορμό. Τη φλούδα του κορμού που απέμενε τη στέγνωναν στον ήλιο. Έπειτα σχημάτιζαν μπάλες (τουλούμπες), τις έγνεθαν με τη ρόκα κι έκαναν κλωστές.
Το χασίς το συσκεύαζαν σε χειροποίητα μικρά υφασμάτινα σακίδια, πάνω στα οποία τυπώνονταν με μαύρο ή κόκκινο μελάνι το σήμα του εργοστασίου, το όνομα και η διεύθυνση του εργοστασιάρχη. Κάθε παραγωγός διέθετε ξεχωριστό διακριτικό σήμα για το προϊόν του. Ο ελέφαντας ήταν σήμα του κτηματία Πέτρου Καραμάνου στο χωριό Στενό. Η ποιότητά του καθοριζόταν ανάλογα με τη χρονιά όπως στο κρασί.
Ο Γάλλος περιηγητής Henry de Monfreid επισκέφτηκε ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση Καραμάνου στο Στενό για να εμπορευτεί χασίς. Αναφέρει ότι υπήρχε οργανωμένο δίκτυο Ελλήνων, οι οποίοι αναλάμβαναν να συνοδεύσουν τους υποψήφιους πελάτες και να πάρουν τις τελωνειακές άδειες.
Στο δίκτυο αυτό συμμετείχαν όχι μόνο άνθρωποι του περιθωρίου αλλά και μορφωμένοι, της καλής κοινωνίας, άνδρες και γυναίκες, μαζί με τους απαραίτητους μεταφραστές και τα ανάλογα τηλεγραφήματα. Από το Στενό θα φόρτωναν την παραγγελία του στον σιδηρόδρομο και από τον Πειραιά με ελληνικό ατμόπλοιο θα μεταφερόταν στη Μασσαλία.
Ο περιηγητής δεν παρέλειψε να θαυμάσει την εργατικότητα, το πνεύμα οικονομίας, τη μυστικότητα, τη φιλοξενία των Ελλήνων και την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Ο πελάτης είχε δικαίωμα δοκιμής του καπνού του χασίς. Το μέγεθος της φλόγας ήταν ανάλογο της ποιότητάς του.
Η σοδειά είχε αποθηκευτεί σε σκοτεινό υπόγειο, όπου εργάτες χτυπούσαν με τα μπαστούνια τους σάκους για να κονιορτοποιήσουν το περιεχόμενο. Μετά φυλάσσονταν ολονυχτίς σε σιταποθήκη μέχρι το πρωί. Ακολουθούσε το κοσκίνισμά του από τις γυναίκες σε ειδικό τραπέζι και οι άντρες το τοποθετούσαν σε λεκάνες για να ομογενοποιηθεί. Μια υδραυλική πρέσα σχημάτιζε ομοιόμορφα μικρά σακίδια προς πώληση.
Υπήρχαν πολλά εργαστήρια στην Τρίπολη όπως του Αγγελίδη , Β. Βαφειόπουλου με 15 εργάτες στην οδό Σπετσεροπούλου και Νικηταρά, ο Κ. Θαλασσινός, του Γεωργίου Σ. Κωτσάκη με 20 εργάτες στην οδό Ταξιαρχών, του Π. Καράκαλου με 25 εργάτες, ο Τ. Καρακάλος, ο Σ. Καραμάνος, ο Γ. Καραχάλιος, ο Π. Καραχάλιος, ο Π. Λυμπερόπουλος, ο Δ. Ματζαγριωτάκης, ο Ι. Μαυρόγιαννης, ο Κ. Μικρούλης, ο Γ. Μουτσόπουλος, ο Ν. Μουτσόπουλος, ο Γ. Μπακόπουλος, ο Δ. Ματζαγριωτάκης, ο Κ. Μαυρόγιαννη, ο Μιχ. Κουγιούφας, ο Πέτρος Καραμάνος, ο Μ. Πετρόπουλος, ο Αργύρης Παπαοικονόμου, ο Γ. Σπορίδης, ο Κ. Σπορίδης.
Η καλλιέργεια σταμάτησε εξαιτίας επίμονων πιέσεων της βρετανικής διπλωματίας ότι δεν θα αγόραζαν εις το εξής ελληνική σταφίδα, αν δεν έπαυε η καλλιέργεια κι η εξαγωγή χασίς. Δύο εκδοχές αιτιολογούν την εκβιαστική πίεση των Άγγλων. Η πρώτη, ότι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα στην Αίγυπτο λόγω του ότι οι Αιγύπτιοι εργάτες κάπνιζαν πολύ χασίς με συνέπεια τη μείωση της ντόπιας παραγωγής.
Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι με την κυκλοφορία του ινδικού χασίς θα αποκόμιζαν τεράστια οικονομικά οφέλη, αφού η Ινδία ήταν δική τους αποικία. Ως αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελληνική Κυβέρνηση το 1906 επέβαλε φόρο στην καλλιέργεια χασίς και τελωνειακούς περιορισμούς.
Το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε θέσει ως όρο να καταργηθεί η καλλιέργεια και εμπορία χασίς λόγω εθισμού κι επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία. Η Ελλάδα ακολούθησε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και με το νομοθετικό διάταγμα της 7/11/1925 θεσπίστηκε η απαγόρευση εμπορίου χασίς για δέκα χρόνια, έως την 1η Ιανουαρίου 1936.
Σκοπός ήταν να εξαντληθούν τα αποθέματα και να διατεθούν στο εξωτερικό, ώστε να μην ζημιωθούν οικονομικά. Κατά συνέπεια άρχισε να μειώνεται το εργατικό δυναμικό στα χασισοεργαστήρια και οι καλλιεργητές στη Μαντινεία άρχισαν να καλλιεργούν άλλα είδη.
Μετά την δικτατορία του Μεταξά επεβλήθησαν σκληρά μέτρα με αποτέλεσμα να σταματήσει οριστικά η καλλιέργεια κι εμπορία χασίς. Στις εκλογές του 1920, όταν ήρθε στην Τρίπολη για την προεκλογική περιοδεία ο Λεβιδαίος Αλέξανδρος Παπαναστασίου, υπουργός της Κυβέρνησης Βενιζέλου, οι συμπατριώτες του τον παρακάλεσαν να βοηθήσει στην αναστολή της απόφασης του νόμου της απαγόρευσης καλλιέργειας χασίς.
Ο διακεκριμένος πολιτικός όχι μόνο δεν ενήργησε θετικά στο αίτημα των συμπατριωτών του, αλλά συνέστησε στον Νομάρχη να επιβάλει πιο αυστηρά μέτρα.
Το 1932 το Ελληνικό Κράτος απαγορεύει την καλλιέργεια και κατοχή ινδικής καννάβεως. Ο δήμαρχος Ορχομενού Μαντινείας Γ. Κ. Μακρής αναφέρει ότι από τις αποζημιώσεις των καλλιεργητών παρακρατήθηκε ένα ποσοστό και ότι αυτά τα κρατικά έσοδα στήριξαν έργα υποδομής στην Πελοπόννησο.