Συνεχίστηκε σήμερα με καταθέσεις γιατρών και νοσηλευτών η δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου που κατηγορείται για τη δολοφονία της πρωτότοκης κόρης της, Τζωρτζίνας.
Η δίκη διακόπηκε για τις 3 Απριλίου.
«Για μας ήταν κάτι το ανεξήγητο, δεν ήταν αναμενόμενο, ήταν αιφνίδιο. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πως έπεσε το παιδί σε αυτή τη κατάσταση που το βρήκαμε. Για να έρθει σε αυτή τη κατάσταση θα έπρεπε να υπάρχει μια επιδείνωση συμπτωμάτων. Δεν έχω ξαναδεί στη καριέρα μου τέτοιο περιστατικό», είπε σήμερα για την ανακοπή που υπέστη η μικρή Τζωρτζίνα Δασκαλάκη στις 11 Απριλίου του 2021 η παιδίατρος Διονυσία Δημητροπούλου, καταθέτοντας στη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Η μάρτυρας, είχε σπεύσει στο δωμάτιο του παιδιού όταν αυτό υπέστη την ανακοπή στο Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας και είχε ξεκινήσει τη διαδικασία ανάνηψής του μέχρι το δωμάτιο να φτάσει ο αναισθησιολόγος Ιωάννης Χασαπόπουλος.
«Φώναζε η νοσηλεύτρια και όχι η μητέρα»
Η παιδίατρος, που επιλήφθηκε πρώτη της ανακοπής και έκανε ΚΑΡΠΑ στην Τζωρτζίνα, περιέγραψε στο ΜΟΔ τις στιγμές που ακολούθησαν το περιστατικό αναφερόμενη και στην αντίδραση της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Η μάρτυρας συνέκρινε την αντίδραση της νοσηλεύτριας όταν αντίκρυσε στο δωμάτιο την Τζωρτζίνα και της μητέρας λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Αν με ρωτάτε, εγώ θα περίμενα να βγει φωνάζοντας η μητέρα. Να ουρλιάζει. Άλλοι γονείς κάνουν έτσι για πιο απλά πράγματα». Η κ. Δημητροπούλου είπε πως αντίθετα από την μητέρα, η νοσηλεύτρια άρχισε να φωνάζει «τρέξτε γρήγορα!».
Όπως κατέθεσε η παιδίατρος κανένα εύρημα από τις εξετάσεις που είχαν προηγηθεί δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει την ανακοπή: «Συνήθως η επιδείνωση είναι ωρών. Το παιδί δεν είχε κανένα σύμπτωμα. Δεν έχω ξαναζήσει να με φωνάζει ξαφνικά η μητέρα και να είναι το παιδί σε αυτή την κατάσταση νεκρό! Ποτέ! Ποτέ!», είπε με έμφαση η γιατρός η οποία ανέφερε πως είδε για πρώτη φορά την μικρή νοσηλευόμενη στις 9 Απριλίου 2021, όταν η κατηγορούμενη ανέφερε βήχα και εμετό.
«Η ειδικευόμενη διαπίστωσε ήπια ωχρότητα δέρματος, βήχα και κοιλιακούς άλγος. Όταν πήγα εγώ, τα συμπτώματα είχαν υποχωρήσει. Μετά από αυτά ήταν σταθερή αλλά στις 6 το απόγευμα η μητέρα μας ενημέρωσε ότι παρουσιάζει βήχα και πόνο στην κοιλιά. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τα συμπτώματα και πάλι υποχώρησαν. Στις 8 το βράδυ στην απογευματινή επίσκεψη το παιδί ήταν αιμοδυναμικά σταθερό και δεν υπήρχε κάποιο εύρημα».
Για την επόμενη ημέρα, Κυριακή 11 Απριλίου, που υπέστη την ανακοπή η Τζωρτζίνα η μάρτυρας είπε: «Στις 7 το απόγευμα ενώ βρισκόμουν στο γραφείο των γιατρών χτύπησε την πόρτα η μητέρα της Τζωρτζίνας και άνοιξε η κ. Καρκανιά. Μας είπε: “Ελάτε στο δωμάτιο γιατί σφυρίζει το οξύμετρο”. Μαζί με την ειδικευόμενη και την κ. Καρκανιά φύγαμε για το δωμάτιο. Αρχικά με αργά βήματα. Όμως η νοσηλεύτριά μας η κ. Πετσάβα άρχισε να φωνάζει “τρέξτε γρήγορα”. Και τρέξαμε.. Αντίκρισα το παιδί στο μέσο του κρεβατιού χωρίς το ρινικό οξυγόνο. Το οξύμετρο δεν είχε ανταπόκριση. Ρώτησα τη μητέρα πως έφτασε το παιδί στην κατάσταση αυτή. Μου είπε πως σηκώθηκε, έβγαλε μια κραυγή, γούρλωσε τα μάτια κι έκανε τινάγματα άκρων. Ήταν ωχρή, με μυδρίαση οφθαλμών, είχε απώλεια ούρων και μηδεν σφίξεις. Το έφερα σε θέση ανάνηψης. Έλεγξα τους αεραγωγούς και ξεκίνησα ΚΑΡΠΑ και δυνάμωσα την παροχή οξυγόνου και μου έφεραν την AMBU (συσκευή ανάνηψης) και αδιαλείπτως έκανα θωρακικές μαλάξεις. Ζήτησα να ενημερωθεί ο αναισθησιολόγος. Έκανα ΚΑΡΠΑ αδιάκοπα μέχρι να έρθει ο αναισθησιολόγος κ. Χασαπόπουλος. Κατά διαστήματα χορήγησα αδρεναλίνη. Μόλις ήρθε ο αναισθησιολόγος ανέλαβε εκείνος και ακολουθούσα τις εντολές του».