Μια τραγουδίστρια ζητάει να πάει τουαλέτα και ένας πελάτης ζητάει για χάρη της όλοι οι σερβιτόροι να παραταχθούν και να πλύνουν με δεκάδες σαμπάνιες τη λεκάνη: αυτά και άλλα πολλά απίστευτα περιστατικά περιγράφει ο Θάνος Αλεξανδρής στο «Αυτή η νύχτα μένει», ένα βιβλίο που πλέον έχει δημιουργήσει τον δικό του μύθο.
Από τη Νομική σχολή Αθηνών και το ιστορικό Υπόγειο του Κάρολου Κουν, ο Αλεξανδρής βρίσκεται στην ελληνική περιφέρεια των σκυλάδικων τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Δώδεκα χρόνια ζει τη νύχτα, τη γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά, την αγαπάει και με αυτή τη λατρεία την αποτυπώνει περιγράφοντας, όπως λέει ο ίδιος, και «το μεγαλείο και την ξεφτίλα της».
«Είδα περιουσίες να εξανεμίζονται φύλλο φτερό. Φιλίες σοβαρών οικογενειών να γίνονται μίση και πάθη άγρια για μεσόκοπες τραγουδίστριες, που το καλύτερο γραφείο συνοικεσίων δεν θα μπορούσε να πασάρει στο χειρότερο συνταξιούχο. Είδα έναν κόσμο που άναψε και κάηκε πάνω σε μία σκηνή όλο μάγια. Θέλω να πιστεύω πως μία θεϊκή συγκυρία οδήγησε ειδικά εμένα στο θαυμαστό κόσμο των σκυλάδικων και ουσιαστικά άλλαξε τη ζωή και την ψυχή μου. Το οδοιπορικό σ’ αυτούς τους χώρους είναι το ωραιότερο κομμάτι της καριέρας μου και με βοήθησε να ξεφύγω από τη μίζερη και συμβατική ζωή του θεάτρου και να ανακαλύψω το όνειρο. Μπήκα φάλτσα με τραγούδια του Χατζιδάκι και δικαίως στην αρχή έφαγα τα μούτρα μου, γιατί το σκυλάδικο δεν είναι γκέτο που περιέχει ομαδοποιημένους, αλλά ένας χώρος που αποκλείει τους άσχετους. Εγώ στο σκληρό αυτό κόσμο έπαιξα τίμια και αντρίκεια και επιβίωσα δέκα ολόκληρα χρόνια. Τη νύχτα ζεις. Μπορεί και να πεθάνεις, αλλά σίγουρα δεν φυτοζωείς. Ή ζεις ή πεθαίνεις», γράφει ο Αλεξανδρής για το βιβλίο του.
Φέρνοντας λοιπόν στο φως έναν ολόκληρο κόσμο που χρόνια ζούσε στο σκοτάδι, το «Αυτή η νύχτα μένει» γνωρίζει στη νέα γενιά την πραγματική σύγχρονη Ελλάδα, ανιχνεύει τις αιτίες όλων όσων ακολούθησαν και ταυτόχρονα με μια σπάνια ποιητικότητα καταγράφει ένα οδοιπορικό σε δυο καθοριστικές -και μαζί κολασμένες- δεκαετίες, που έχουμε μάθει να αγαπάμε και να μισούμε ταυτόχρονα.
Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού του ο Αλεξανδρής το συγκέντρωσε, όταν δούλευε στο περιβόητο «Μοκάμπο» στη Λάρισα. Οι ιστορίες που αφηγείται ακόμα και για τους ντόπιους αποτελούν ένα είδος θρύλου: ουίσκι που καίγονται στην πίστα για εφέ, βιδωμένα τραπέζια για να μην τα ξηλώνουν στο κέφι οι θαμώνες, περιουσίες που σκορπίζονται σε ένα βράδυ, χιλιόμετρα λαμέ -«κι ας μην σε ξεπέρασα, καημέ»- και φυσικά πιάτα, πολλά πιάτα… που σπάνε στα πόδια μιας φίρμας, έτσι για την καψούρα.
Αυτό το αμαρτωλό πάθος γοήτευσε τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, που ζήτησε από τον Αλεξανδρή το βιβλίο να το κάνει ταινία το 2000. Ο ίδιος ο συγγραφέας μαζί με τον σκηνοθέτη και τον Χρήστο Βακαλόπουλο συμμετέχει στη διασκευή του σεναρίου, που κατά βάση επικεντρώνεται στον έρωτα της Στέλλας, μιας νεαρής η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη τραγουδίστρια, και του Ανδρέα, που του αρκεί να δουλεύει σ’ ένα ψιλικατζίδικο. Εκείνη αναζητώντας την τύχη της, φεύγει για την επαρχία και πιάνει δουλειά στα σκυλάδικα, ενώ ο Ανδρέας της την ψάχνει απεγνωσμένα σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Όταν την εντοπίζει, η Στέλλα καταρρακωμένη από τη νύχτα και τους ανθρώπους της, επιστρέφει στην παλιά της ζωή, γιατί κάπως έτσι είναι όλες οι νύχτες στα σκυλάδικα του Αλεξανδρή: μια φευγαλέα στιγμή γεμάτη γκλίτερ και πόνο, πριν γυρίσεις στην καθημερινότητα.
Η Αθηνά Μαξίμου και ο Νίκος Κουρής, στο ξεκίνημά τους τότε, παίζουν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, και ο Σταμάτης Κραουνάκης γράφει το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο απογειώνει η φωνή της Δήμητρας Παπίου, που σε κάθε της γύρισμα τιμά τους επίγειους έρωτες και τα κορμιά που καίγονται για χατίρι τους. Η ταινία αποσπάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έξι βραβεία, κάνει τεράστια εισπρακτική επιτυχία και μ’ έναν τρόπο σηματοδοτεί την αναγέννηση του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. «Είναι η μόνη ταινία που έχω κάνει, που δεν φοβάμαι να μπω στην αίθουσα μετά από την προβολή. Οι θεατές είναι σε κατάσταση ευφορίας και πρέπει να ομολογήσω ότι όχι μόνον δεν μου είναι δυσάρεστο, αλλά αισθάνομαι και φοβερά κολακευμένος, παρ’ όλες τις γνωστές θέσεις μου για το “κοινό”, για την “κοινή γνώμη”, την “κοινή λογική” και την “κοινή ηθική”…» θα έγραφε ο Παναγιωτόπουλος εκείνη την εποχή, ο οποίος συνδύασε τον ρεαλισμό με το όνειρο, τα στοιχεία της νύχτας δηλαδή, μοναδικά.
Το 2016, η Κίρκη Καραλή, δημιουργός της νέας γενιάς, που την εποχή εκείνη την έζησε μόνο ως παιδί, αποφάσισε να μεταφέρει το μυθιστόρημα στη θεατρική σκηνή, επιλέγοντας όχι την ερωτική ιστορία της ταινίας, αλλά τις πολλές του Αλεξανδρή. Έτσι έστησε μια πίστα, όπου τραγούδι, ντέρτια και σκηνικά απείρου κάλλους παρήλαυναν, συνθέτοντας το πορτρέτο μιας Ελλάδας, που μπορεί να μην υπάρχει πια, όμως η αισθητική της στάθηκε καθοριστική.
Το βιβλίο συνεχίζει τη θριαμβευτική του πορεία, αποκτάει ορκισμένους φανς, ένα κοινό, που κυριολεκτικά περιλαμβάνει τους πάντες: νέους, εραστές της νύχτας, νοσταλγούς των 80s, διανοούμενους, όλοι γοητεύονται από τον θαυμαστό κόσμο που περιγράφει ο Αλεξανδρής. Προφανώς, γι’ αυτό τον λόγο, ο Alpha αποφάσισε να βασίσει σε αυτό την καινούργια μεγάλη του τηλεοπτική παραγωγή, που θα δούμε την επόμενη σεζόν με τον Γιάννη Στάνκογλου και τον Βασίλη Μπισμπίκη στους κεντρικούς ρόλους.
Πηγή: bovary.gr