Τετάρτη, 11 Δεκεμβρίου 2024
ΕλλάδαΑρνούμαι να δεχτώ ότι έχουμε χωρίσει, ότι είμαι γυναικούλα και εγώ το...

Αρνούμαι να δεχτώ ότι έχουμε χωρίσει, ότι είμαι γυναικούλα και εγώ το βαφτίζω «προσπάθεια για τη σχέση μας»

Πρόσφατα σκεφτόμουν τη μέρα του γάμου μας. Ήμουν τόσο ανυπόμονη να πάμε στην εκκλησία που κατέβηκα 2 ορόφους σκάλες μόνη μου με το νυφικό και περίμενα τους υπόλοιπους να έρθουν. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη όταν τον είδα να με περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας. Και μέσα σε 10 χρόνια αισθάνομαι ένα ράκος.

Δεν θέλαμε τόσο πολύ να παντρευτούμε. Για εκείνον ήταν ο δεύτερος γάμος και μετά από ένα πικραμένο διαζύγιο δεν ήθελε πολλά. Εμένα δεν με ενδιέφερε καν ο γάμος. Έμεινα γρήγορα έγκυος στη σχέση μας, το γνώριζε ότι λόγω δουλειάς δεν θα έμπαινα ποτέ στη διαδικασία να κάνω έκτρωση. Το παιδί το ήθελα με κάθε μου κύτταρο. Του εξήγησα ότι δεν θα με πείραζε να μείνουμε χώρια ή να μη συμμετέχει στην εγκυμοσύνη και την πατρότητα. Απλά με αγκάλιασε και μου είπε ότι είναι εδώ και θα το πάμε μαζί μέχρι τέρμα. Και έτσι ήταν. Παντρευτηκαμε σχεδόν 3 χρόνια μετά, γάμος και βάφτιση μαζί, γιατί ζούσαμε εξωτερικό τότε και λόγω δουλειάς δεν βόλευαν οι ετοιμασίες του γάμου. Ο οποίος μας ζόρισε πολύ να βγει, με τα προγράμματα της δουλειάς μας, με τα πήγαινε-έλα εξωτερικό και Ελλάδα, ένα μωρό στο χέρι να κοιτάζουμε εμείς μπουμπουνιέρες και λαμπάδες βάπτισης. Βοήθεια λίγη και στριφνή. Και οι 2 μας οικογένειες το είχαν πάρει όλο αυτό το γνωριστήκαμε- κάνουμε παιδί – παντρευόμαστε στραβά. Γι’αυτό και συμφωνήσαμε τελικά στο θρησκευτικό για να κατευνάσουμε λίγο τα πνεύματα και να ηρεμήσουν λίγο, να μη μας κάνουν τη ζωή δύσκολη με τη γκρίνια τους. Βέβαια, δεν βοήθησαν πουθενά και μας κρέμασαν και σε πολλά πράγματα. Εμείς όμως δουλέψαμε μαζί σαν ομάδα και τα καταφέραμε. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον και λέγαμε ότι μαζί μπορούμε τα πάντα.

1 χρόνο ακόμα  παντρεμένοι κάτσαμε εξωτερικό. Ζοριστηκαμε πολύ, πολύ μοναξιά, πολύ τρέξιμο, βοήθεια μηδέν, το παιδί να μεγαλώνει μόνο του και εμείς να δουλεύουμε σκλάβοι. Το πήραμε απόφαση, βάλαμε ένα ποσό στην άκρη για την αρχή και πήραμε όλη την προίκα μας και γυρίσαμε Ελλάδα. Ευτυχία, αγάπη, καινούργια ζωή, επιτυχίες, καινούργιοι φίλοι, όμορφοι άνθρωποι. Και πολύ τρέξιμο και δυσκολίες και στραβά, αλλά ήμασταν ευχαριστημένοι. Μετά έμεινα έγκυος στο δεύτερο και ήρθε ο COVID. Δύσκολα εκεί πολύ, ο άντρας μου είναι ευπαθής ομάδα με αυτοάνοσο, εγώ έγκυος. Μας άφησαν και οι δύο οικογένειες μόνους μας τελείως, εγώ με αποκόλληση 3 μήνες ακούνητη, ένα παιδί μόνο του στο σπίτι το έπιασε κατάθλιψη, ο άντρας μου μόνο να δουλεύει. Γέννησα στο μαιευτήριο μόνη μου, με το μωρό με πρόβλημα μόνη μου, άυπνη και με ράμματα. Μόνο οι μαίες ερχόντουσαν και μου έκαναν λίγο παρέα. Μέχρι και εκείνες, που λόγω των πρωτοκόλλων πρόσεχαν πολύ, είπαν ότι θα μπορούσε να έρθει μαζί μου κάποιος να με βοηθήσει, να με στηρίξει. Δεν ήρθε κανείς.

Βγήκα τέταρτη μέρα από το μαιευτήριο, ευτυχώς το μωρό ήταν καλά δεν ήταν τελικά κάτι σοβαρό. Πήγαμε από την πεθερά μου να πάρουμε την μεγάλη μου την κόρη, να γυρίσουμε σπίτι. Εκείνη έκανε παράπονα γιατί μου κράτησε το παιδί 3 μέρες ενώ έπρεπε να είχαμε βγει από χθες. Την κοιτούσα και αναρωτιόμουν πόσο γιαδάρα μπορεί να ήταν να λέει αυτό που λέει σε έναν άνθρωπο που ήταν μόνος του, με άγχος, αγωνία, στεναχώρια, ράμματα, άυπνη 3 μέρες και νύχτες. Πήγαμε σπίτι και μαγείρεψα εγώ να φάμε. Ο άντρας μου πονούσε λέει 2 μέρες, δεν ήταν καλά. Ενώ εγώ ήμουν ξεκούραστη προφανώς μετά τον τοκετό και τις άυπνες νύχτες με το μωρό. Ούτε μάζεψε, ούτε βοήθησε, ούτε κράτησε λίγο το μωρό. Στο πρώτο μας παιδί δεν ήταν έτσι. Τώρα συμπεριφερόταν σαν να ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ξεκίνησε να μου μιλάει άσχημα και να με βρίζει. Στην αρχή έκλαιγα και με έπιανε το παράπονο. Δεν έλεγα τίποτα μπροστά του, να μην ακούνε τα παιδιά και στεναχωριόντουσαν παραπάνω. Έκλαιγα σιωπηλά, δε μιλούσα, έλεγα περνάμε δύσκολα λόγω των lockdown που άρχιζαν και τελείωναν συνέχεια. Το μωρό συνέχεια πάνω μου, κολικούς, κλάματα συνέχεια. Το άφηνα μόνο μισή ώρα να κάνω μπάνιο γιατί κολλούσα ιδρώτα, γάλα από το στήθος μου και τις ορμόνες μου που χόρευαν. Με έβρισε άσχημα ένα βράδυ, γιατί του παρατούσα λέει το παιδί και έφευγα και δεν τον άφηνα να ηρεμήσει. Τον κοιτούσα αποσβωλομενη και άφωνη. Κάτι μέσα μου έσπασε και του φώναξα, τον έβρισα, μίλησα άσχημα. Του ανέφερα κατεβατό όσα έκανα κάθε μέρα για όλους, χωρίς να παίρνω πίσω τίποτα και τολμούσε να μου μιλάει έτσι.  Μου έδωσε το παιδί, κλείδωσε την κρεβατοκάμαρα και δε μου μίλησε καθόλου δύο μέρες. Κοιμόμουν με το μωρό στον καναπέ. Εκεί σκέφτηκα να πάρω τα παιδιά και να πάω στους γονείς μου, που με τον καιρό είχαμε κάπως φτιάξει τη σχέση μας. Δεν το έκανα, μάλλον λάθος μου. Με δύο παιδιά όμως, δεν μπορούσα να φύγω έτσι. Ήθελα να παλέψω για αυτή τη σχέση που φαινόταν να διαλύεται από τη μία μέρα στην άλλη.

Συμφωνήσαμε να δούμε ψυχολόγο να δουλεύψουμε τα προβλήματα μας για να είμαστε καλύτεροι γονείς και σύζυγοι. Τελικά, μόνο εγώ πήγα θεραπεία. Εκείνος δεν προλάβαινε και δεν μπορούσε να δεσμευτεί σε έναν ψυχολόγο γιατί πίστευε ότι δεν ήταν σημαντικός ο ρόλος του ψυχολόγου. Πήγαινα καλύτερα βέβαια, κάπως ηρέμησα, οι καταστάσεις εξομαλυνθηκαν, τελείωσαν τα lockdown. Και πάνω που μπαίναμε σε σειρά, διορίστηκε μόνιμος σε νησί.

Να πούμε όχι δεν γινόταν γιατί ήταν σοβαρός μισθός και σταθερότητα επιτέλους, να φύγει μόνος του και να μείνουμε σε δύο ενοίκια δεν γινόταν γιατί οικονομικά θα ματώναμε. Φύγαμε για το νησί, σε ένα σπίτι σε χωριό γιατί τα ενοίκια στη χώρα ήταν απλησίαστα. Ξανά πάλι μόνοι μας, χωρίς βοήθεια, χωρίς φίλους, χωρίς ζωή. Ήμουν σπίτι με το παιδί, όλη μέρα μόνη μου. Χωρίς δεύτερο αμάξι, σε χωριό, σε χωράφια. Περίμενα να γυρίσει εκείνος για να φύγω για ψώνια και δουλειές, πάντα μαζί με τα παιδιά. Εκείνος έκανε παρέες στη δουλειά, εγώ όλη μέρα μέσα ήμουν μόνη μου. Και όταν βγαίναμε, λες και με τιμωρούσε, επειδή εκείνος δούλευε πολύ, τα παιδιά τα κρατούσα εγώ, ούτε ένα καφέ λίγο δεν έπινα μόνο έτρεχα πίσω από την μικρή μας. Αν έβγαινα έξω λίγο για κανένα καφέ με κάποια μαμά από το σχολείο της μεγάλης μου κόρης ή κάποια γνωστή που έκανα με έπαιρνε τηλέφωνο να γυρίσω γιατί δεν μπορούσε με το μωρό στο σπίτι. Ένα βράδυ μου είχε υποσχεθεί θα βγαίναμε για φαγητό σε ένα μαγαζί με παιδότοπο για να απασχολούνται λίγο τα παιδιά, να πω μια κουβέντα και εγώ σαν άνθρωπος με κάποιον άνθρωπο, όχι να αλλάζω συνέχεια πάνες και να καθαρίζω το σπίτι. Ξεκίνησε έναν άσχημο καυγά, χωρίς λόγο σοβαρό. Δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν έβγαζε νόημα. Με έβρισε και έφυγε από το σπίτι μόνος του. Πήγε για φαγητό μόνος του, μετά βγήκε έξω με τους συναδέλφους του, γύρισε αργά και μύριζε άρωμα.

Παρόλο που ήθελα μόνο να τσακωθώ μαζί του, έκανα πίσω για να μιλήσουμε ανθρώπινα. Μου είπε συγγνώμη και εγώ ήμουν πολύ στεναχωρημένη για να το αρνηθώ και να επιμείνω στον καυγά. Νομίζω είχα κατάθλιψη τότε. Για καιρό σκεφτόμουν σοβαρά να ανέβω σε ένα βράχο και να πέσω. Με σταματούσε μόνο η σκέψη των παιδιών, το ποσό κακό θα τους έκανα αν αυτοκτονούσα. Ένιωθα ότι είχε άλλη και ότι γι’αυτό συμπεριφερόταν έτσι. Όμως, ούτε αποδείξεις είχα ποτέ ούτε τους έπιασα ποτέ στα πράσα. Έκανα πάλι πίσω για τα παιδιά. Σκεφτόμουν πόσο περισσότερο θα τα πλήγωνα αν χωρίζαμε. Η μεγαλύτερη κόρη μου ζοριζόταν ήδη πολύ. Ο Κορωναιός, οι καραντίνες, η μετακόμιση, οι φίλοι που είχε χάσει, αλλαγή δύο δασκάλες στο σχολείο της είχαν κοστίσει ψυχολογικά πολύ. Δεν μπορούσα να την υποβάλω και σε άλλη απώλεια. Έτσι, έκανα πάλι πίσω. Και ένιωθα κάθε μέρα ότι έκοβα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου.

Έγινα σκληρή  και δε χαμογελούσα εύκολα. Φώναζα εύκολα και θύμωνα με το παραμικρό. Τον περασμένο Ιούνιο ήμουν πολύ κοντά να διοριστώ και εγώ. Του είπα ότι είχε έρθει η σειρά μου. Θα έπαιρνε άδεια ανατροφής εκείνος για να δουλέψω και εγώ. Το έκανε με μισή καρδιά νομίζω αλλά δεν μπορούσε να πει όχι, ειδικά μετά από τόσα που είχα θυσιάσει εγώ. Τελικά δε διορίστηκα, δούλευα όμως όλη τη χρονιά αναπληρώτρια. Ζήτησα επίτηδες δυσπρόσιτο για τα επιπλέον μόρια. Κάθε μέρα δύο ώρες δρόμο πήγαινε -ελα, με οποιοδήποτε καιρό, σε δρόμους απαράδεκτους, που αν δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο δεν το έκαναν ούτε οι ντόπιοι. Δεν παραπονέθηκα μία φορά. Στο σπίτι όμως είχα πόλεμο. Μου έκανε παράπονα ότι αργούσα επίτηδες για να κάνω χαβαλέ με συναδέλφους, ενώ ήμουν μόνη μου στο ολοήμερο, ότι οδηγούσα επίτηδες αργά και αργούσα, ότι άλλοι ερχόντουσαν πιο γρήγορα. Γυρνούσα σπίτι κομμάτια, έπρεπε να φάω γρήγορα και να αρχίσω τις δουλειές. Δεν βοηθούσε σε τίποτα. Κόντεψα να καταρρεύσω και εκεί αποφάσισε ότι έπρεπε να αναλάβει τουλάχιστον το διάβασμα της κόρης μας. Αφού βέβαια μου έκανε σαφές πόσο κακή μάνα ήμουν επειδή δεν είχα την υπομονή να τη διαβάζω εγώ. Και πάλι δεν είπα τίποτα. Από τύψεις, γιατί αισθάνομαι ότι είχε δίκιο, ότι δεν προσπάθησα αρκετά ή παραπάνω. Ότι έπρεπε να ζοριστω περισσότερο.

Περάσε η χρονιά και πήρε μετάθεση πάλι πίσω στην πόλη μας. Και κάπως είχα την ελπίδα ότι γυρίζοντας πίσω θα μπορούσαμε να αρχίσουμε ξανά. Να κάνουμε πάλι μια καινούργια αρχή, σε δικό μας σπίτι, χωρίς άλλες ανασφάλειες γιατί η ζωή μας έφερε αναποδιές και γι’αυτό χαθήκαμε στο δρόμο. Έκανα τόσα όνειρα, πραγματικά. Άρχισα πάλι να γελάω, να είμαι χαρούμενη. Παρόλο που ήμουν μόνη μου τόσο καιρό. Ελάχιστες παρέες είχα 2 χρόνια στο νησί και αυτές βεβιασμένες και με άγχος λόγω της μικρής που ήθελε συνέχεια προσοχή και να την έχω από πίσω. Ξέρω ότι πολλές φορές δεν με έπαιρναν καν και δε μου πρότειναν γιατί ερχόμουν με το παιδί και τους έκανα χαλάστρα. Άλλες φορές τους έπαιρνα τηλέφωνο και δε μου απαντούσαν ή μου έλεγαν όχι. Και για να μη γίνομαι γραφική ή κακομοίρα δεν έλεγα για τα προβλήματα μας, δε παραπονιόμουν. Άσε κιόλας που ο άντρας μου μου έβαζε χέρι αν τύχαινε και ήταν μπροστά και παραπονιόμουν για κάτι, γιατί τον έκανα να φαίνεται άσχημα. Στο τέλος λοιπόν έμεινα μόνη μου. Και πάλι δεν το έβαλα κάτω. Τουλάχιστον έπαιρνα πολύ αγάπη στη δουλειά μου. Τόσα δώρα και καλά λόγια από μαθητές στο τέλος της χρονιάς δεν έχω ξαναζήσει! Με έπιασαν τα κλάματα από τη συγκίνηση και αισθάνθηκα ότι άξιζα σαν άνθρωπος, ότι έκανα κάτι σωστό. Και είχα αναθαρρήσει για την αλλαγή και τη μετακόμιση και την επιστροφή μας.

Η συμπεριφορά του όμως συνεχίζει να είναι άσχημη ακόμα και τώρα. Με μειώνει και μου μιλάει άσχημα συχνά παρόλο που του έχω πει κατ’επαναληψη ότι δεν μου αξίζει αυτή η συμπεριφορά. Παρόλο που προσπαθώ να είμαι χαρούμενη και αισιόδοξη αν πω κάτι που δεν του αρέσει αμέσως μου κρατάει μούτρα και δε μου μιλάει. Κλείνετε στο δωμάτιο και με αγνοεί. Μετά έρχεται με αγκαλιάζει και μου λέει σ’αγαπω. Πολλές φορές δεν το δέχομαι, δεν είναι συγγνώμη αυτό ούτε κατανόηση του τι έχει κάνει και με έχει πληγώσει, οπότε απλά θα ξαναγίνει. Επομένως, συνεχίζει να είναι θυμωμένος και με αποκαλεί πεισματάρα και εγωίστρια. Λες και εγώ δεν έχω δικαίωμα να εκφράσω όσα νιώθω. Μετά παραπονιέται γιατί δεν μιλάω ή δεν εκφράζω αυτό που νιώθω. Μα όταν το εκφράζω δε θέλει ούτε να με ακούσει ούτε να με καταλάβει. Αισθάνομαι ότι έχω δώσει πολλά, πάρα πολλά, και εδώ και καιρό παίρνω λίγα.

Αισθάνομαι ότι είμαι μόνη μου και παλεύω μόνη μου. Ότι συνέχεια πρέπει να βάζω φρένο σε όσα θέλω, αισθάνομαι ή με κάνουν ευτυχισμένη για να κάνει όσα θέλει εκείνος. Αισθάνομαι ότι πρέπει να του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό για μπαίνουν και οι δικές μου ανάγκες στην εξίσωση. Τον παρακαλάω να βγούμε λίγο έξω, συνέχεια βάζει μπρος τα χρήματα. Τελευταία φορά βγήκε με συναδέλφους και κέρασε τραπέζι, ενώ εγώ δεν έχω βγει 3 μήνες. Με τα παιδιά που βγαίνουμε δεν τρώω σχεδόν ποτέ γιατί πάμε σε goodys ή σουβλάκια που τους αρέσουν και δε θέλω να τρώω. Αισθάνομαι ότι περνάει η ζωή μου και εγώ περιμένω να έρθουν καλύτερες μέρες ενώ κάθε μέρα είναι χειρότερη. Συνέχεια μαλώνουμε πλέον. Όλα τον ενοχλούν, απλά με αφήνει με τα παιδιά μόνη μου και φεύγει. Για ποιο λόγο είμαστε ακόμα μαζί αναρωτιέμαι.

Είμαι ήδη μόνη μου σχεδόν σε όλα. Ούτε με προσέχει, να μου κρατήσει το χέρι, να με στηρίξει, να μου μιλήσει τρυφερά, να μαγειρέψει όπως παλιά ή να μου κάνει ένα τραπέζι για εμάς, έστω στο μπαλκόνι. Δεν ξεκουράζομαι, δε βγαίνω, δεν κοιμάμαι. Δεν ζω τη ζωή μου, μόνο δουλεύω, καθαρίζω, φροντίζω, μαζεύω. Είμαι νομίζω καθαρίστρια, όχι πια η γυναίκα του. Άφησα τον εαυτό μου να εξαφανιστεί και να μικρύνει και δε μου αρέσω έτσι. Έχω γίνει γυναικούλα και γκρινιάζω. Δεν ήθελα να γίνω έτσι, αν ήθελα να γίνω πικρόχολη και κακιά, μπορούσα να γίνω χωρίς παιδιά. Παραπονιέται συνέχεια για όλα και λέει ότι πονάει, όμως η νόσος του είναι σε ύφεση εδώ και καιρό και οι εξετάσεις του είναι καθαρές. Αντίθετα, έχω αυχενικό και κοίλες στη μέση αλλά συνεχίζω και κάνω ότι και πριν χωρίς να υπάρχει συναίσθηση της δικής μου κατάστασης. Όταν ζητάω βοήθεια στο σπίτι με λέει αναίσθητη ή μου λέει να πάρω αντιφλεγμονώδες για να μπορέσω να τελειώσω τις δουλειές “μου”. Λες και ζω μέσα στο σπίτι μόνη μου.

Πρόσφατα βγήκε με συναδέλφους του για τσίπουρα. Δεν είπα τίποτα, δεν παραπονέθηκα, δεν γκρίνιαξα, τίποτα. Του ζήτησα να πάμε και εμείς αφού η μάνα μου θα κρατούσε τα παιδιά ένα βράδυ. Συμφώνησε και πήρα τηλέφωνο την κουμπάρα μας για να κανονίσουμε. Γελώντας μου είπε ότι μόλις είχε γυρίσει από τραπέζι και να το κάνουμε άλλη μέρα, οπότε και εγώ της είπα ότι και ο άντρας μου το ίδιο αλλά να πάμε. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο μου έκανε μούτρα και μετά καυγά γιατί το είπα και φαίνεται λέει ότι αυτός γυρνάει έξω συνέχεια, ενώ εγώ είμαι στην απέξω. Τον κοίταξα και αναρωτιόμουν τι πρέπει να απαντήσω. Ότι έτσι είναι; Ότι αφού το σκέφτεται γιατί δεν το αλλάζει; Ότι αν δεν είναι αυτή η αλήθεια γιατί τον ενοχλεί; Ότι εγώ γιατί δεν έπρεπε να μιλήσω; Και τελικά, απλά δε μιλάμε πάλι και εγώ είμαι πάλι μέσα στο σπίτι. Λες και μπαίνω τιμωρία επειδή είμαι ο εαυτός μου ή επειδή μίλησα.

Έχω, παγώσει μέσα μου εδώ και καιρό και παρόλο που κάνω προσπάθεια να τα βάλω όλα μπροστά και να αφήσω πίσω τα παλιά και να προσχωρήσουμε φαίνεται ότι προσπαθώ μόνη μου. Φαίνεται ότι μάλλον αρνούμαι να δεχτώ την αλήθεια. Ότι έχουμε ήδη χωρίσει εδώ και καιρό απλά εγώ αρνούμαι να το δεχτώ. Ότι είμαι η γυναικούλα πλέον και εγώ το βαφτίζω προσπάθεια για τη σχέση μας. Ποια σχέση μας; Είμαι μόνη μου.

Μελπομένη

Τα πιο σημαντικά