Πέθανε ο Γρηγόρης Καψάλης, ο κορυφαίος δεξιοτέχνης του Ηπειρώτικου κλαρίνου
Ο Γρηγόρης Καψάλης, ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του ηπειρώτικου κλαρίνου και αυθεντικός εκφραστής της παραδοσιακής μουσικής του Ζαγορίου και των Ιωαννίνων έφυγε από τη ζωή
Σε ηλικία 96 ετών, έφυγε από τη ζωή ο Γρηγόρης Καψάλης, αφήνοντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ελληνική μουσική παράδοση.
Ο Καψάλης αναγνωριζόταν ως ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του ηπειρώτικου κλαρίνου και αυθεντικός εκφραστής της παραδοσιακής μουσικής του Ζαγορίου και των Ιωαννίνων.
Ένας μοναδικός άνθρωπος, ένας ανεπανάληπτος μουσικός και λάτρης της μουσικής παράδοσης, του Ζαγορίου και της Ηπείρου! Γεννημένος το 1929 στον Ελαφότοπο Ζαγορίου, μυήθηκε στο κλαρίνο κοντά στον πατέρα και τον παππού του και στην συνέχεια μαθήτευσε στη περίφημη σχολή του Ξηρομέρου κοντά στον Βασίλη Σαλέα.
Γεννημένος στις 22 Αυγούστου 1929 στον Ελαφότοπο Ζαγορίου, ο Γρηγόρης Καψάλης μυήθηκε από νωρίς στην τέχνη του κλαρίνου. Η μαθητεία του ξεκίνησε δίπλα στον πατέρα και τον παππού του, ενώ αργότερα συνέχισε στη σχολή του Ξηρομέρου, κοντά στον Βασίλη Σαλέα.
Η πορεία του τον έφερε κοντά στους σημαντικότερους οργανοπαίχτες της ηπειρώτικης παράδοσης, όπως ο Φίλιππος Ρούντας, οι Χαλκιάδες και ο Χρόνης Καψάλης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Γρηγόρης Καψάλης εντάχθηκε στο ιστορικό συγκρότημα «Τα Τακούτσια», το οποίο αποτέλεσε τον βασικό θεματοφύλακα της Ζαγορίσιας μουσικής κληρονομιάς.
Η δράση του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, δίνοντας συναυλίες για τον Ελληνισμό της διασποράς. Το 1993, μάλιστα, εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο αφιερώματος στους κορυφαίους δεξιοτέχνες του λαϊκού κλαρίνου.
Ο Γρηγόρης Καψάλης άφησε πλούσιο έργο, με ηχογραφήσεις στη Γαλλική Ραδιοφωνία και συνεργασίες με φορείς όπως το Λύκειο Ελληνίδων. Παράλληλα, μετέδωσε την τέχνη του σε νεότερες γενιές, διδάσκοντας κλαρίνο στο Μουσικό Γυμνάσιο Δολιανών Ιωαννίνων. Η τέχνη του αποτυπώθηκε επίσης σε πλήθος τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ.
Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους οργανοπαίχτες της ηπειρώτικης μουσικής: τον Φίλιππο Ρούντα, τους Χαλκιάδες, τον Χρόνη Καψάλη και από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 αξιώθηκε να γίνει μέλος στο συγκρότημα “Τα Τακούτσια”, που θεωρείται ο κυριότερος θεματοφύλακας της Ζαγορίσιας παράδοσης.
Έχει δώσει συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, καθώς και στον Ελληνισμό της διασποράς. Το 1993 εμφανίστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο αφιέρωμα στους κορυφαίους δεξιοτέχνες του λαϊκού κλαρίνου. Έχει αποτυπώσει την τέχνη του σε πολλές τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, σε ταινίες ντοκιμαντέρ και στην πλούσια δισκογραφική του παραγωγή`με την γαλλική ραδιοφωνία, τον πολιτιστικό σύλλογο Ζαγορισίων, το πνευματικό κέντρο Δήμου Ιωαννιτών και με το Λύκειο Ελληνίδων.
Διετέλεσε διδάσκαλος του κλαρίνου στο Μουσικό Γυμνάσιο Δολιανών Ιωαννίνων.
Το Ζαγόρι αποχαιρετά τον δικό του Γρηγόρη ανέφερε ο δήμαρχος της περιοχής Γιώργος Σουκουβέλος, στέλνοντας συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
«Ο Γρηγόρης Καψάλης για μας όλους ήταν ο δικός μας άνθρωπος. Ένας μεγάλος δεξιοτέχνης, ένας σπουδαίος δάσκαλος. Θα μας λείψει πολύ» πρόσθεσε συμπληρώνοντας ότι ο δήμος κατάφερε να τον τιμήσει πριν ένα περίπου χρόνο αναγνωρίζοντας έμπρακτα την προσφορά του.
Μιλώντας για τη ζωή του στον Σωτήρη Μπέκα, για το περιοδικό Όασις, αυτός ήταν ο Γρηγόρης Καψάλης με δικά του λόγια:
Ξεκίνησα το κλαρίνο στα 13 μου χρόνια. Την εποχή της κατοχής. Είχε έρθει ο θείος μου, Κώστας Καψάλης από τον «Καρβασαρά», την Αμφιλοχία, γιατί εμείς εδώ στα χωριά ζούσαμε λίγο καλύτερα. Ο θείος μου, έπαιζε κλαρίνο. Καθόμουν, τον έβλεπα και μάθαινα. Κούναγα τα δάχτυλά μου, όπως αυτός και χαιρόμουν. Μια και δυο, λέει του πατέρα μου «έχω ένα παλιό κλαρίνο. Να το διορθώσω και να κάνουμε μαθήματα στο παιδί». Έτσι ξεκίνησα να κάνω μερικές κλίμακες. Δυο χρόνια αργότερα άρχισα μόνος μου να παίζω πιο πολύ, τα τοπικά, τα δικά μας. Εξασκήθηκα στα γλέντια που γινόντουσαν τότε στα σπίτια. Πήγαινα μαζί με έναν άλλο που έπαιζε ντέφι, τον Βαγγέλη Ματσούλα, ένα χρόνο μεγαλύτερό μου. Μπαίναμε μέσα στις κρεβάτες, αυτά τα μεγάλα χωλ των παλιών σπιτιών και παίζαμε.
Ο θείος έφυγε ύστερα για το Αγρίνιο. Όταν αποχώρησαν οι Γερμανοί και απελευθερώθηκε η χώρα, Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του ‘44 αποφάσισα να πάω κι εγώ. Πήγα, πως πήγα; Φύγαμε το μεσημέρι απ’ τα Γιάννενα και πήγαμε 12 η ώρα το βράδυ στ’ Αγρίνιο. Ούτε φώτα δεν είχε τότε η πόλη. Με γεννήτριες λειτουργούσαν ορισμένα σπίτια. Από εκεί άρχισα σιγά – σιγά. Εκεί ξεκίνησα δουλειά με το θείο μου. Έπαιζε τότε σε ένα μαγαζί με το Γιώργο Βασιλόπουλο, τον πατέρα του Γιάννη Βασιλόπουλου. Μου είπε «θα έρχεσαι εκεί στο μαγαζί και μη δίνεις τόσο πολύ σημασία σε εμένα. Να παρακολουθείς τον Βασιλόπουλο».



Μετά από ένα χρόνο, πήγαμε στην Αμφιλοχία, όπου ο θείος είχε σπίτι. Εκεί ανταμώσαμε με τον μακαρίτη τον Βασίλη Σαλέα. Ήταν τότε κανά χρόνο, δυο μεγαλύτερος από εμένα. Φύλαγε ζώα εκείνο τον καιρό. Αλλά φύσαγε και καλά. Έδειχνε από τότε που θα πάει. Τον παρακάλεσε ο θείος μου να μου δείξει κλαρίνο. Ο Σαλέας είχε και λίγο υποχρέωση στο θείο μου, που ήταν και γνωστός στο Ξηρόμερο. Έτσι, δέχτηκε. Πράγματι, έκατσα 15 μέρες μαζί του και κάναμε πολλά μαθήματα. Άρχισα να μαθαίνω τους δρόμους. Μετά σηκώθηκε κι έφυγε, αλλά είπε στο θείο μου «θα σου στείλω το Γιώργο Σιούτα». Πολύ καλός μουσικός κι αυτός από το Αγρίνιο. Μου έδειξε και αυτός για καμιά δεκαριά μέρες.
Ο πατέρας μου με υπεραγαπούσε γιατί έπαιζα κλαρίνο. Έτσι, όταν ήταν η μεγάλη πείνα και πιάναμε το κουρκούτι, είχαμε μία καραβάνα και μου έβαζε λίγο παραπάνω εμένα. Οι άλλοι γκρινιάζανε. «Αυτός είναι λίγο μεγαλύτερος, παίζει λίγο κλαρίνο», δικαιολογούνταν ο πατέρας μου, αλλά είχα πάθει τότες και ένα μελιταίο. Με πόναγαν τα γόνατά μου, ένα χρόνο παιδευόμουν. Στα 15-16 χρόνια μου. Είχαμε δουλειές εδώ στο χωριό. Πηγαίναμε στον κάμπο και θερίζαμε στάρια και ό,τι άλλο.
Όταν απολύθηκα από τον στρατό, πήγαινα για δουλειά και στο Αγρίνιο, αλλά κυρίως ήμουν στο Ζαγόρι στο χωριό μου. Μαζί με τον πατέρα μου που τραγουδούσε καλά και έπαιζε ντέφι. Είχε πολύ δουλειά και ο παππούς μου, που ήταν ένα από τα καλύτερα κλαρίνα της περιοχής, στην εποχή του. Μάλιστα, έδωσε πολλά κομμάτια στον πατέρα μου. Κάναμε ένα συγκρότημα, αλλά εμένα μου φαινόταν ανάποδα τα πράγματα. Φεύγοντας από ένα κύκλωμα με ταξίμια και δρόμους, η αλλαγή του να μπεις στο Ζαγόρι ήταν δύσκολη. Όμως, χάρη στον πατέρα μου ξεκίνησα και έπαιξα για 6-7 χρόνια στο συγκρότημα αυτό. Άρχισε να μπαίνω στο κλίμα του Ζαγοριού. Μου άρεσε. Κατατοπίστηκα κυρίως αργότερα, μετά το ’60 όταν μπήκα στα Τακούτσια.
Με τα Τακούτσια, δούλεψα κοντά 25 χρόνια, μέχρι που σταμάτησαν. Τα Τακούτσια είναι κατά κυριολεξία τα παιδιά του Τάκη. Τρία αδέρφια κι ένας ξάδερφος. Καψάληδες όλοι. Μακρινή η συγγένειά μας, αλλά συμπεριλήφθηκα κι εγώ. Από εκεί κατατοπίστηκα ως προς τη συμπεριφορά στην εκτέλεση. Αλλιώς ‘θέλαν εδώ στα μέρη μας, αλλιώς τα είχα φέρει εγώ από το Αγρίνιο. Μου έλεγαν οι παλιοί τότε «όταν είμαστε πάνω στο πατάρι, είμαστε επί σκηνής. Μπροστά τα μάτια, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε εμάς». Δεν μας επέτρεπαν χειρονομίες. Είχαμε ένα μαντήλι καθαρό, και το κλαρίνο πάνω στο πανταλόνι και το παίξιμό μας εδώ, ψηλά. Όταν ήρθα στο χωριό, όχι ότι δεν έπαιζα καλά, αλλά είχα άλλη η νοοτροπία. «Δεν παίζεις κλαρίνο», μου έλεγαν οι ντόπιοι!
Όταν πήγα όμως με τα Τακούτσια, τι μου είπαν; Γι’ αυτό τους αναγνωρίζω ότι ήταν δάσκαλοι, στα θέματα συμπεριφοράς. Όπως παίζαμε, μια φορά σε ένα γάμο, χόρευαν τα νιόγαμπρα στο μεσοχώρι. Μου λέει ο Κώστας με το βιολί «Τι παίξιμο είναι αυτό που κάνεις;». Τις σόλες απ’ τα παπούτσια γλεντάς; Σήκωσε μωρέ το κλαρίνο απάνω και παίξτο εδώ, πάνω». Εμένα μου έρχονταν ντροπή. Που να σηκώσω το κλαρίνο. «Κι άμα έρθει κανένας κοντά, βάλτου και το κλαρίνο στα αυτί», συνέχισε αυτός. Εγώ, δεν ήξερα αυτές τις νοοτροπίες, μου φαίνονταν περίεργο. Έμαθα όμως. Αυτό ήταν. Εκεί δείχτηκε δουλειά. Τόση παιδεία είχαν οι άνθρωποι.