Την παρακάτω ιστορία αναδημοσιεύουμε απ΄την ομάδα Αναμνησεις απο τις δεκαετιες 1980-1990 flash back με την άδεια του συντάκτη της, κυρίου Δημήτρη Πετρόπουλου, που την ανήρτησε με αφορμή τη γιορτή της μητέρας
Μια μέρα σαν τη σημερινή πήρα όλες μου τις οικονομίες και πήγα σε ένα κοσμηματοπωλείο.
Ήμουν- δεν ήμουν 6 χρόνων. Γιόρταζε βλέπετε η μητέρα μου κι ήθελα να την χαροποιήσω και να την ευχαριστήσω για όσα ως τότε μου είχε προσφέρει.
Διάλεξα, λοιπόν, αυτό το δαχτυλίδι.
Πήγα στο ταμείο και ρώτησα την πωλήτρια, που τύχαινε να είναι κι η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, πόσο κάνει. Μέτρησε τα λεφτά μου και μου είπε ότι φτάνουν. Φυσικά και δεν έφταναν.
Με το ζόρι 10.000 δραχμές είχα όλες κι όλες κι αυτές μαζεμένες από τα χρήματα από τα κάλαντα. Απλώς ήθελε να με κάνει να πιστέψω ότι ήταν πράγματι αρκετά.
Να είναι καλά καλή της ώρα που αντιλήφθηκε την λατρεία μου προς τη μητέρα μου και σχεδόν μου χάρισε το δαχτυλίδι, που για ‘μένα και τη μητέρα μου έχει μεγάλη συναισθηματική αξία. Μόλις γύρισα σπίτι όλο χαρά,το έδωσα στη μητέρα μου, η οποία δεν πίστευε στα μάτια της.
Ντράπηκε και πήγε την άλλη μέρα να της το επιστρέψει, αλλά η γυναίκα δεν το δέχτηκε κι έτσι το κρατήσαμε. Η ανθρωπιά υπάρχει ακόμη ριζωμένη μέσα μας.
Ας την αναμοχλεύουμε συχνότερα κι ας την έχουμε ως γνώμονα σε κάθε μας κίνηση.
Από την επομένη κιόλας χρονιά, που είχα συνειδητοποιήσει την αξία των χρημάτων, της αγόραζα κάθε χρόνο από ένα τριαντάφυλλο.
Θα κλείσω με ένα τραγουδάκι που μου έλεγε όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου: Είναι πιο γλυκά απ’το μέλι της μητέρας τα φιλιά κι είναι πάντοτε κυψέλη η ζέστη της αγκαλιά.
Κι ισχύει. Είναι θεραπευτική η μητρική αγκαλιά, παιδιά!