Ο σύζυγός μου μαγείρεψε το δείπνο και, αμέσως αφού φάγαμε με τον γιο μου, καταρρεύσαμε. Κάνοντας πως είμαι αναίσθητη, τον άκουσα στο τηλέφωνο να λέει: «Τελείωσε… σε λίγο θα έχουν φύγει και οι δύο». Μόλις βγήκε από το δωμάτιο, ψιθύρισα στον γιο μου: «Μην κουνηθείς ακόμα…» Αυτό που συνέβη μετά ήταν πέρα από κάθε φαντασία…
Ο Αντρέας μας μαγείρεψε εκείνο το βράδυ, και για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες το σπίτι έδειχνε κάπως ήρεμο. Αν και είχαμε φάει καλά με τον γιο μου πιο πριν του κάναμε το χατίρι.
Περιφερόταν μέσα στην κουζίνα με μια ψεύτικη άνεση. Δεν ήταν ούτε χαλαρός ούτε χαρούμενος και οι κινήσεις του ήταν μετρημένες. Σαν να μην ήθελα να ζήσει αυτή την όμορφη οικογενειακή στιγμή που ο ίδιος ετοίμασε. Σκούπιζε το ίδιο σημείο στον πάγκο της κουζίνας δύο φορές, έκανε πίσω για να το εξετάσει και μετά έγνεψε, λες και έπρεπε να διαβεβαιώσει τον εαυτό του ότι όλα φαίνονταν φυσιολογικά.
Είχε στρώσει μέχρι και το τραπέζι με τα καλά πιάτα, αυτά που κρατούσαμε για επισκέψεις, αντί για τα καθημερινά που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Γέμισε ένα μικρό ποτήρι μέχρι τη μέση με χυμό πορτοκάλι και το έσπρωξε προς τον Γιάννη με ένα υποκριτικό χαμόγελο.
«Κοίτα τον μπαμπά, κάνει τον σεφ» αστειεύτηκε ο Γιάννης, γελώντας καθώς πήδηξε στην καρέκλα του.
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο που περίμενε, αν και το στομάχι μου ήταν δεμένο κόμπος εδώ και μέρες. Κάτι είχε αλλάξει στον Αντρέα τον τελευταίο καιρό, έδειχνε λίγο απόμακρος. Κάθε του έκφραση έμοιαζε σαν να την είχε προμελετήσει.
Το φαγητό φαινόταν αθώο. Μοσχάρι κοκκινιστό με πατάτες και λαχανικά. Τίποτα ύποπτο στην όψη του. Κι όμως, όταν κάθισε στο τραπέζι, σχεδόν δεν άγγιξε το δικό του πιάτο.
Κοίταζε συνεχώς το κινητό του ύποπτα, το οποίο είχε αφήσει με την οθόνη προς τα κάτω.
Στη μέση μιας μπουκιάς ένιωσα τη γλώσσα μου να μουδιάζει σαν την έχεις δαγκώσει. Μετά αυτό το μούδιασμα άρχισε να απλώνεται προς το πίσω μέρος του λαιμού.
Ο Γιάννης ανοιγόκλεισε τα μάτια του, περίεργα. «Μαμά, νιώθω περίεργα. Είμαι πολύ κουρασμένος.»
Ο Αντρέας άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στον ώμο του παιδιού μας με μια αργή, απαλή κίνηση που μου πάγωσε το αίμα. «Είσαι εντάξει αγόρι μου. Απλώς άφησε το σώμα σου να ξεκουραστεί.»
Ένα καρφί πανικού τρύπησε την ομίχλη που απλωνόταν στο μυαλό μου. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά το δωμάτιο γύρισε. Τα γόνατά μου λύγισαν. Η καρέκλα σύρθηκε πίσω καθώς άρπαξα την άκρη του τραπεζιού, όμως τα δάχτυλά μου έμοιαζαν σαν να ήταν κολλημένα. Τα πάντα γύρω μου θόλωσαν, βούλιαξα στο σκοτάδι μα έπρεπε να πολεμήσω όσο μου είχε μείνει δύναμη για το παιδί μου.
Στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν χάσω τις αισθήσεις μου, το ένστικτο μου ούρλιαξε τόσο πολύ μου σχεδόν ανέκτησα τις λίγες δυνάμεις μου.
Ήταν η μητρική δύναμη που με κράτησε ή το φαγητό που είχε φάει πιο πριν δεν ξέρω αλλά άφησα το σώμα μου να πέσει σαν να είχε σβήσει εντελώς και κράτησα μια λεπτή κλωστή συνείδησης μέσα μου. Χαλάρωσα τα άκρα μου και δεν κουνήθηκα ούτε χιλιοστό.
Ο γιος μου ο Γιάννης κατέρρευσε δίπλα μου τελείως, ήταν τρομακτικά ακούνητος. Ήθελα να τον τραβήξω κοντά μου, να νιώσω την ανάσα του, αλλά ήξερα ότι αν κουνιόμουν, θα μας κόστιζε και στους δύο.
Τα βήματα του Αντρέα σταμάτησαν δίπλα μου. Η σκιά του κάλυψε το πρόσωπό μου. Με ακούμπησε στον ώμο μου, δοκιμάζοντας με να δει αν είμαι τελείως χωρίς τις αισθήσεις μου. Δεν του έδωσα καμία.
«Ωραία» μουρμούρισε ευχαριστημένος.
Σήκωσε το κινητό του. Ο τόνος της φωνής του άλλαξε εντελώς καθώς πήγαινε προς τον διάδρομο
«Τελείωσε» είπε με ήρεμη ανακούφιση. «Τα έφαγαν όλα. Δεν θα πάρει πού ώρα τώρα.»
Μια γυναικεία φωνή απάντησε λαχανιασμένα από το ακουστικό. «Είσαι σίγουρος αυτή τη φορά;»
«Ναι. Τα έκανα όλα ακριβώς όπως είπαμε. Θα φαίνεται σαν ατύχημα. Θα καλέσω το 166 όταν θα είναι αργά.»
Το σώμα μου έγινε πάγος με το που το άκουσα.
Εκείνη γέλασε απαλά. «Τότε επιτέλους δεν θα χρειάζεται να κρυβόμαστε.»
Ο Αντρέας άφησε μια μακριά ανάσα, σαν να ξεφορτωνόταν πολλά χρόνια ταλαιπωρίας. «Θα είμαι ελεύθερος.»
Εδώ είναι μια πιο απλή και καθαρή εκδοχή:
Άνοιξε συρτάρια στην κρεβατοκάμαρα, ακούστηκε κάτι μεταλλικό και μετά ο ήχος μιας σακούλας που έσερνε στο πάτωμα.
Όταν επέστρεψε στο σαλόνι, στάθηκε πάνω από τον Γιάννη κι εμένα σαν να θαύμαζε το έργο του. «Αντίο.»
Η εξώπορτα άνοιξε. Παγωμένος αέρας μπήκε στο σπίτι. Μετά η πόρτα έκλεισε. Σιωπή.
Ψιθύρισα στον Γιάννη με δυσκολία: «Μην κουνηθείς ακόμα.»
Τα δάχτυλά του άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Ήταν ξύπνιος. Ένιωσα ανακούφιση.
Περίμενα μέχρι το σπίτι να μείνει τελείως άδειο. Η όρασή μου θόλωσε καθώς άνοιξα τα μάτια είδα μια χαραμάδα φωτός. Το ρολόι του φούρνου έλαμπε στο σκοτάδι. 20:42.
Τα δάκτυλα μου ήταν ακόμη μουδιασμένα. Έβαλε με το ζόρι το χέρι μου στην τσέπη, έβγαλα το κινητό και προσπάθησα να μην φωτίσει το δωμάτιο. Δεν είχε σήμα. Ο Αντρέας πάντα αστειευόταν για το πόσο άσχημο σήμα είχε το σπίτι μας.
Έσυρα το σώμα μου προς τον διάδρομο, εκεί όπου μερικές φορές είχε σήμα. Ο Γιάννης έσερνε τα γόνατά του πίσω μου, τρέμοντας αλλά σιωπηλός. Όταν φτάσαμε στο τέλος του διαδρόμου, είδα μια μπάρα σήμα στο κινητό.
Κάλεσα το 100. Η κλήση έπεσε. Ξανακάλεσα. Και ξανά. Τα χέρια μου γλίστραγαν από τον ιδρώτα και την αδυναμία.
Τελικά η κλήση συνδέθηκε. «Αστυνομία. Πείτε μας παρακαλώ»
«Ο άντρας μου… μας δηλητηρίασε» ψιθύρισα. «Έφυγε, αλλά μπορεί να γυρίσει.»
Η ήρεμη, σταθερή φωνή της τηλεφωνήτριας μου έδωσε ελπίδα. «Δώστε μου τη διεύθυνσή σας. Μπορείτε να κλειδωθείτε κάπου;»
«Υπάρχει μπάνιο» είπα. «Νομίζω μπορούμε να φτάσουμε.»
Τράβηξα τον Γιάννη μαζί μου. Οι κόρες των ματιών του είχαν μεγαλώσει τόσο που σχεδόν δεν φαινόταν το χρώμα. Με το που κλειδωθήκαμε στο μπάνιο, άνοιξα τη βρύση και του έδωσα λίγο νερό.
Η τηλεφωνήτρια ήταν στην γραμμή συνεχώς. Με ρωτούσε τι φάγαμε, πότε άρχισαν τα συμπτώματα, αν άκουγα κάποιον έξω.
Τότε το κινητό μου δονήθηκε.
Μήνυμα από άγνωστο αριθμό:
Κοίτα στα σκουπίδια. Θα βρεις αποδείξεις. Έρχεται πίσω.
Η ανάσα μου κόπηκε. Ποιος θα ήξερε κάτι τέτοιο;
Πριν προλάβω να απαντήσω, ακούστηκαν βήματα από κάτω. Η εξώπορτα άνοιξε. Φωνές αντήχησαν στον διάδρομο.
«Μου είπες ότι θα ήταν αναίσθητοι» είπε ένας άντρας.
«Είναι» απάντησε ο Αντρέας. «Τους τσέκαρα.»
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθα να τρέμει το στήθος μου. Ο Γιάννης κόλλησε πάνω μου. Του έκλεισα το στόμα απαλά.
Η φωνή του Αντρέα ακούστηκε. «Ας περιμένουμε λίγο να πιάσει καλά το φάρμακο και μετά καλούμε κλαίγοντας το ΕΚΑΒ»
Ο άλλος άντρας γέλασε νευρικά. «Είσαι σίγουρος ότι το παιδί δεν θα ξυπνήσει;»
«Έχει τελειώσει» είπε κοφτά ο Αντρέας. «Έφαγε μόλις τη μισή του μερίδα. Θα τον χτυπήσει πιο δυνατά.»
Τότε ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα.
«Αστυνομία! Ανοίξτε!»
Χάος. Βρισιές. Αντικείμενα έπεσαν. Ακούστηκαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Η τηλεφωνήτρια είπε: «Η αστυνομία είναι έξω. Μην βγείτε μέχρι να σας το πουν.»
Οι φωνές γέμισαν το σπίτι. Διαταγές. Πατήματα. Μετά κάποιος φώναξε: «Έχουμε την κλήση της συζύγου. Είναι ζωντανή.»
Η ανάσα του Αντρέα έσπασε.
Όταν ένας αστυνομικός είπε «Μπορείτε να βγείτε, κυρία», ξεκλείδωσα.
Το σπίτι ήταν γεμάτο αστυνομικούς. Ένας μίλησε απαλά στον Γιάννη. Άλλος με κράτησε να μην πέσω. Οι διασώστες μας πήραν.
Ο Αντρέας στεκόταν εκεί με χειροπέδες, το προσωπείο αθωότητας του είχε πέσει. Όταν με κοίταξε, το μίσος στα μάτια του δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας.
«Με πρόδωσες» είπε και με έφτυσε.
Καμία συγγνώμη. Καμία έκπληξη. Μόνο θυμός που το σχέδιό του απέτυχε.
Οι αστυνομικοί βρήκαν στα σκουπίδια απομεινάρια φυτοφαρμάκου — αρκετό για να σκοτώσει δύο ανθρώπους σιωπηλά.
Οι κλήσεις του αποκάλυψαν τη γυναίκα με την οποία μιλούσε: την Τατιάνα, μια πρώην που ισχυριζόταν ότι ήταν «ασήμαντη». Ο άντρας που τον βοηθούσε; Συνάδελφος που πίστευε πως επρόκειτο για «οικογενειακό ατύχημα».
Και ο άγνωστος που έστειλε τα μηνύματα;
Η γειτόνισσα απέναντι, η «κουτσομπόλα» κυρία Ελένη, που πότιζε πάντα τον κήπο της σε αλλόκοτες ώρες και πάντα μας παρατηρούσε τι κάναμε. Είχε δει τον Αντρέα να μεταφέρει περίεργα μπουκάλια από το γκαράζ.
Αργά εκείνη τη νύχτα η Υπαστυνόμος Ράνια Χάρπα μπήκε στο δωμάτιό μου. Μας είπε ότι δεν θα γυρίζαμε σπίτι σύντομα. Ο Αντρέας ήταν υπό κράτηση.
Ο Γιάννης κοιμόταν δίπλα μου. Οι μηχανές βουίζανε απαλά γύρω μας.
Τότε το κινητό μου δονήθηκε ξανά.
Θα καταθέσω. Φρόντισε μόνο να μην ξαναβλάψει κανέναν.
Της έγραψα ένα «ευχαριστώ». Η απάντηση ήρθε αμέσως:
Έσωσες τον γιο σου μένοντας ξύπνια. Τώρα σώσε τον εαυτό σου τελειώνοντας αυτό που άρχισες.
Τα λόγια της έμειναν μέσα μου.
Στη δίκη η υπαστυνόμος Χάρπα με πήγε σε μια μικρή αίθουσα ανακρίσεων. Ο δικαστής είχε εγκρίνει ένταλμα. Είχε βρεθεί μια αποθήκη που είχε νοικιάσει ο Αντρέας με άλλη ταυτότητα δίπλα στο σπίτι μας.

Η αποθήκη μύριζε σκόνη και μέταλλο. Μια λάμπα τρεμόπαιζε. Δύο σακίδια. Το ένα άδειο. Το άλλο γεμάτο: έρευνες για δηλητήρια, πλαστές ταυτότητες με το πρόσωπό του, καρτοκινητά, ένα σημειωματάριο γεμάτο ημερομηνίες και υπολογισμούς.
Είχε καταγράψει τις συνήθειές μας. Πότε τρώγαμε. Πότε κοιμόμασταν. Ποιες μέρες ο Γιάννης δεν είχε όρεξη και άφηνε το φαγητό. Κάθε σελίδα έκαιγε μέσα μου.
Είχε σχεδιάσει τον θάνατό μας χρόνια πριν. Ακόμα και πριν γεννηθεί ο Γιάννης.
Η δίκη ήταν μεγάλη. Το υλικό συντριπτικό. Η κατάθεση της τρομαγμένης αλλά θαρραλέας κυρίας Ελένης ήταν η πιο σημαντική.
Ο Αντρέας δεν έδειξε ούτε στιγμή μεταμέλεια.
Η απόφαση ήρθε:
Ένοχος για όλα. Απόπειρα ανθρωποκτονίας. Συνωμοσία. Προμελέτη.
Όταν ο δικαστής διάβαζε την ποινή, ο Αντρέας μου έριξε ένα λεπτό, πικρό χαμόγελο.
«Έπρεπε να είχατε πεθάνει» ψιθύρισε.
Για μια στιγμή το παλιό μου φοβισμένο εγώ ξύπνησε αλλά το έπνιξα για το παιδί μου.
Βγαίνοντας από το δικαστήριο, ο Γιάννης έπιασε το χέρι μου.
«Μαμά… τώρα είμαστε ασφαλείς;»
Γονάτισα μπροστά του.
«Είμαστε πιο ασφαλείς από ποτέ.»
Όχι εντελώς ασφαλείς. Ακόμα όχι. Οι πληγές θέλουν χρόνο. Αλλά βαδίζαμε προς ένα μέλλον που ο Αντρέας δεν θα άγγιζε ποτέ ξανά.
Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας
Πότε μην υποτιμάμε τους γείτονες, μπορεί μερικές φορές να μας ενοχλούν ή να νιώθουμε αρνητικά με την παρουσία τους αλλά είναι οι άνθρωποι που ζουν δίπλα μας και όπως έχει αποδείχθηκε τις περισσότερες φορές είναι αυτοί που σώζουν τις καταστάσεις στην πραγματική ζωή.
Επίσης μην νιώθετε ποτέ σίγουροι για κανέναν μόνο για τον εαυτό σας, πότε δεν ξέρεις τι κρύβει ο άλλος μέσα του ακόμα και αν αυτός είναι «ο άνθρωπος μας».
