Ζει με φίδια, δηλητηριώδεις αράχνες και κροκοδείλους. Καλλιεργεί τα ζαρζαβατικά του και τρέφεται με ψάρια και καβούρια. Και, όπως λέει με καμάρι, κάνει ό,τι θέλει κι όχι ό,τι πρέπει.
Ο 73χρονος Ντειβιντ Γκλάσιν (David Glasheen) ζει εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα απομακρυσμένο τροπικό νησάκι, στα ανοιχτά των βορειοανατολικών ακτών της Αυστραλίας.
Κατέληξε εκεί μετά από μια αναποδιά της ζωής. Αλλοτε πολυεκατομμυριούχος, πρώην μεγιστάνας που δραστηριοποιείτο στην εξόρυξη χρυσού και τα κτηματομεσιτικά, έχασε τα πάντα στο χρηματιστηριακό κραχ του 1987. Δεν το έβαλε κάτω, αξιοποίησε τη συγκυρία υπέρ του κι άλλαξε ζωή.
“΄Οταν ήρθα εδώ, είχα σιχαθεί το χρήμα – το χρήμα είναι αυτό που αρρωσταίνει τους ανθρώπους – και ο γάμος μου είχε διαλυθεί”, παραδέχεται ο ίδιος που ζει στο νησί με μία… τετράποδη κυρία, τον σκύλο του, την Πόλι.
Στο νησί έφτασε το 1997, όχι μόνος αλλά με την τότε σύντροφό του, η οποία γρήγορα διαπίστωσε πως η ζωή τού ερημίτη ναυαγού δεν ήταν για εκείνη.
Η φυγή της δεν πτόησε τον Γκλάσιν, ο οποίος έμεινε κόντρα στις δυσκολίες της ζωής στην άγρια φύση.
Μπορεί να ζει σε ένα επίγειο παράδεισο, όπως ενδεχομένως μοιάζει στα μάτια των πολλών, ωστόσο η ζωή του κάθε άλλο παρά εύκολη είναι…
Καλλιεργεί και κυνηγά ό,τι τρώει και συνυπάρχει (όσο το δυνατόν) αρμονικά με τα επικίνδυνα ζώα και τα στοιχεία της φύσης.
Μία φορά το χρόνο επισκέπτεται τον “πολιτισμό” για “εφόδια”, προσβλέπει στην σπάνια παρέα τουριστών ενώ η ένοχη απόλαυσή του είναι το ίντερνετ.
Ο ίδιος ομολογεί πως του λείπει η ανθρώπινη επαφή, κάτι που εξισορροπείται από την αγάπη του για το άγνωστο, το απρόβλεπτο, το αγνό. “Εδώ δεν υπάρχει ρουτίνα, κάθε μέρα είναι διαφορετική. Κάνω ό,τι θέλω κι όχι ό.τι πρέπει”, λέει.
Κατά καιρούς τον έχουν κατηγορήσει για παράνομη διαμονή στο νησί, όμως εκείνος δηλώνει αποφασισμένος να παραμείνει μέχρι τέλους: “Εδώ θέλω να πεθάνω – και πού αλλού, άλλωστε, θα μπορούσα… Εδώ είναι ο παράδεισός μου επί της γης”.