Αν σήμερα θεωρούμε την ποιητική αξία του Κωνσταντίνου Καβάφη κάτι το δεδομένο, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τον κατέκριναν, τον χλεύασαν σε μεγάλο βαθμό, τον παρώδησαν και πολλοί προσπάθησαν να αποδείξουν πως όσα έγραφε «δεν συνιστούσαν ποίηση». Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του.
Δεν έχει υπάρξει και ελπίζω να μην υπάρξει πιο «κακοποιημένος»από τους αναγνώστες και κάποιους εκπαιδευτικούς – εξεταστές ποιητής από τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Είναι ο ποιητής που έχει διαβαστεί αποσπασματικά όσο κανένας άλλος, που έχει αναλυθεί κατά λέξη όσο κανένας άλλος- σε τέτοιο βαθμό που χάνεται ολότελα το νόημά του, σε τέτοιο βαθμό που οτιδήποτε ζωντανό μέσα του ασφυκτιά και πεθαίνει. Είναι αυτός που όλοι έχουμε διαβάσει δίστιχά του χωρίς να γνωρίζουμε το συγκείμενο (το context) και –όπως είναι μαθηματικά λογικό και αναμενόμενο- βγάλαμε βεβιασμένα συμπεράσματα. Το «τι θέλει να πει ο ποιητής», κυρίες και κύριοι, δεν είναι ποτέ ο αυτοσκοπός και –ευτυχώς- δεν υπάρχει σωστή απάντηση.
Πρώτον, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει να πει ο ποιητής γιατί δεν τον έχεις μπροστά σου να τον ρωτήσεις και να σου απαντήσει. Το να μαντεύει ο καθένας τι μπορεί να είχε στο μυαλό του ο Καβάφης και να θέτει την εικασία του ως δεδομένο και απαράβατο κανόνα, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον ίδιο τον σκοπό της Ποίησης.Το να ζητείται από τον κάθε μαθητή- σπουδαστή- φοιτητή να μάθει απ’έξω την προσωπική θεωρία του οποιουδήποτε -κατά τ’άλλα πολυδιαβασμένου και μορφωμένου ερευνητή- και να είναι σε θέση να την αναπαράγει κατά λέξη, είναι, για μένα, έγκλημα.
Επίσης, ένα ποίημα είναι –ευτυχώς και πάλι– κάτι πολύ προσωπικό και εξατομικευμένο και λέει άλλα πράγματα στον καθένα ανάλογα με την ηλικία του, το χαρακτήρα του, τα βιώματά του, τα όνειρά του, τους εφιάλτες του, τις εμμονές του, το βλέμμα του, τον τρόπο που αγγίζει, τον τρόπο που μυρίζει. Ένα ποίημα μού λέει άλλα πράγματα από αυτά που λέει σε σένα και λέει άλλα πράγματα σε μένα στα 20 και άλλα στα 30 μου. Ακριβώς εκεί έγκειται και η ομορφιά του.
Ας μάθουμε επιτέλους στους ανθρώπους να σκέφτονται και όχι τι να σκέφτονται.
7 πράγματα που μου έμαθε ο Καβάφης για τη ζωή
1. Τον φόβο σου μόνο εσύ μπορείς να τον θρέψεις και μόνο εσύ μπορείς να τον καταστρέψεις. Τα τέρατα ζουν μέσα σου και στο χέρι σου είναι μόνο αν θα τα αφήσεις να μεγαλώσουν ή όχι. Ή, όπως λέει και ο Καβάφης, «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου».
2. Οι άνθρωποι που έχεις δίπλα σου να είναι λίγοι και καλοί. Μην αναλώνεσαι με ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις άσχημα, που σε μειώνουν, που δεν θέλουν το καλό σου, που δεν ξέρουν να δίνουν. Μην εξαντλείσαι «μέσα στην πολλή συνάφεια του κόσμου».
3. Αυτά που δεν λες, αυτά που δεν ζεις, αυτά που δεν θες να παραδεχθείς ούτε στον εαυτό σου, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα σου ένστικτα είναι αυτά που θα έρθουν μια μέρα και θα σε εκδικηθούν, θα σε πνίξουν.Μην καταπιέζεις τον εαυτό σου, μην δημιουργείς αδιέξοδα εκεί που δεν υπάρχουν. Ζήσε.
4. Πόθος. Έρωτας. Σεξ. Αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις. Απόλαυσέ τες.
5. Δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που ζήσαμε. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που δεν ζήσαμε. Οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, όλα τα «σ αγαπώ» που τσιγκουνευτήκαμε, όλα τα σώματα που αγγίξαμε μόνο νοητά, όλα τα χείλη που ονειρευτήκαμε αλλά φοβηθήκαμε να φιλήσουμε. Ίσως τα «όχι» μας μας έκαναν αυτό που είμαστε, όχι τα «ναι» μας. Ίσως.
6. Ό,τι αρχίζει, θα τελειώσει. Ό,τι δεν αρχίσει δεν θα τελειώσει και ποτέ. Έρωτας δεν είναι μόνο ό,τι εκπληρώθηκε- είναι και ό,τι πόθησες. Ίσως γι’ αυτό μας τρώνε για πάντα οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δεν πεθαίνουν γιατί δεν κατάφεραν να γεννηθούν.
7. Το να παραδεχθούμε ότι κάτι πέθανε, ότι έκανε τον κύκλο του, ότι δεν είναι πια ό,τι ήταν, ότι το χάσαμε για πάντα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μόνη λύση είναι, όμως, να αποχαιρετήσεις αυτό που φεύγει «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος». Τουλάχιστον «σαν». Μέχρι να γίνεις θαρραλέος.
Η ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη σε 16 γεγονότα
1. O Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρειατης Αιγύπτου στις 29/4/1863 και πέθανε στα γενέθλιά του, στις 29/4/1933, σε ηλικία 70 ετών στην γενέτειρά του, αφού είχε νοσήσει από καρκίνο του λάρυγγα.
2. Δούλεψε ως δημόσιος υπάλληλος, ως Γραφέας στην αγγλική υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και παρέμεινε 33 χρόνια στο ίδιο γραφείο.
3. Ήταν ασυμβίβαστος στην ποίησή του, στα όνειρά του, στα ιδανικά του αλλά στην προσωπική του ζωή ο ίδιος δήλωνε «δειλός» και πάντα έβλεπε εμπόδια σε ό,τι ήθελε να κάνει.
4. Ήταν τελειομανής όσον αφορά στην ποίησή του και διακατεχόταν από ένα γόνιμο πείσμα. Επεξεργαζόταν τον κάθε στίχο με σεβασμό και πολλή προσοχή και, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για ολόκληρα χρόνια προτού τα δημοσιεύσει.
5. Ο ίδιος θεωρούσε πως η γλώσσα είναι μία και ενιαία και δεν διάλεξε στρατόπεδο στη μάχη καθαρεύουσας- δημοτικής.
6. Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης.Ο ίδιος ο Καβάφης είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
7. Η μορφή των ποιημάτων του: ιδιότυπη γλώσσα (μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης), λιτός λόγος (σπάνια χρήση επιθέτων, τα οποία, όταν υπάρχουν, έχουν λόγο να υπάρχουν και δεν είναι κοσμητικά), σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας, ιδιαίτερος τρόπος χρήσης των σημείων στίξης (για να εκφράσουν π.χ. ειρωνεία).
8. Φύλαξε μυστική την προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και ζούσε μια διπλή ζωή. Συχνά στα ερωτικά του ποιήματα δεν προσδιορίζεται το φύλο των προσώπων ενώ σε άλλα βλέπουμε μια αποστασιοποιημένη αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Όσο περνούν τα χρόνια, όμως, η ομοφυλοφιλία γίνεται εμφανής στην διήγησή του και χωρίς πια ενοχές.
9. Τα ποιήματά του χαρακτηρίζονται από έναν διάχυτο ερωτισμό. Η Marguerite Yourcenar είχε σχολιάσει πως «τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη είναι περισσότερο ποιήματα περί έρωτος παρά προς το ερωτικό αντικείμενο».
10. Ο ίδιος προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά και εφημερίδες. Η πρώτη συλλογή με 154 ποιήματά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
11. Στο τελευταίο του διαβατήριο σημείωσε ως επάγγελμα τη λέξη «ποιητής».
12. Πριν πεθάνει είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στην Αθήνα, στην οποία έχασε τη φωνή του και αναγκαζόταν να επικοινωνεί με σημειώματα.
13. Η καβαφική ποίηση σήμερα έχει μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και εκτιμάται παγκοσμίως.
14. Το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια έγινε μουσείο το 1992 και βρίσκεται στον αριθμό 4 της οδού Κ. Καβάφη, όπως μετονομάστηκε προς τιμήν του ποιητή.
15. Τη μέρα που πέθανε, αδυνατώντας να μιλήσει, ζωγράφισε μια τελεία και έναν κύκλο γύρω από αυτήν.
16. Δεν πήρε ποτέ Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τελικά, όμως, αυτό δεν έπαιξε ρόλο στην παγκόσμια αναγνώριση του έργου του.
Σκίτσο του καλλιτέχνη David Hockney
Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη
Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια – σ’ ένα σπίτι της οδού Σερίφ• μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. ΣτηνΕλλάδα είναι πολλάχρόνια πουδεν επήγα.Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόνγραφείονεξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.
10 Αποφθεύγματα του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή
Οδηγίες χρήσης: Τα εν λόγω αποσπάσματα- αποφθεύγματα δεν σου δίνουν την όλη εικόνα του εκάστοτε ποιήματος. Ο σκοπός του είναι, αν βρεις κάτι και σου «μιλήσει», να ψάξεις και να διαβάσεις ολόκληρο το ποίημα.
1. Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.Να μη βιαζόμεθα• είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
2. Ίσως το φως νάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.
3. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
4. Ο παντρεμένος ζει σαν σκύλος και πεθαίνει σαν άνθρωπος. Ο ανύπανδρος ζει σαν άνθρωπος και πεθαίνει σαν σκύλος.
5. Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ να πούνε.
6. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες την πολλή συνάφεια του κόσμου, Μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες.
7. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
8. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
9. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
10. Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες, αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά, κ’ ετρέμανε μες στη φωνή – και κάποιο τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Σκίτσο του Ορνεράκη
Ο επίσημος δικτυακός τόπος του Αρχείου Καβάφη
Τα 15 αγαπημένα μου ποιήματα του Καβάφη ( η επιλογή έγινε με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια)
1. Θυμήσου, σώμα…
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στη φωνή — και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
2. Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρείς,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους•
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά•
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.
Αλλο δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
3. Η πόλις
Εἶπες «Θὰ πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα.
Μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπ’ αὐτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτῆ ˚
κ’ εἲν’ ἡ καρδιά μου -σὰν νεκρός- θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὡς πότε μὲς στὸν μαρασμὸν αὐτὸν θὰ μένει.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποῦ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δὲν θὰ βρεῖς, δὲν θά βρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾷς
τοὺς ἴδιους. Καὶ στὲς γειτονιὲς τὲς ἴδιες θὰ γερνᾷς ˚
καὶ μὲς στὰ ἴδια σπίτια αὐτὰ θ’ ἀσπρίζεις.
Πάντα στὴν πόλι αὐτὴ θὰ φθάνεις. Γιὰ τὰ ἀλλοῦ -μὴ ἐλπίζεις-
δὲν ἔχει πλοῖο γιὰ σέ, δὲν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι ποῦ τὴ ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στὴν κώχη τούτη τὴν μικρή, σ’ ὅλην τὴν γῆ τὴν χάλασες.
4. Περιμένοντας τους βαρβάρους
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
5. Επιθυμίες
Σὰν σώματα ὡραῖα νεκρῶν ποῦ δὲν ἐγέρασαν
καὶ τἄκλεισαν, μὲ δάκρυα, σὲ μαυσωλεῖο λαμπρό,
μὲ ρόδα στὸ κεφάλι καὶστὰ πόδια γιασεμιὰ —
ἒτσ’ ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποῦ ἐπέρασαν
χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν ˚ χωρὶς ν’ ἀξιωθεῖ καμιὰ
τῆς ἡδονῆς μιὰ νύχτα, ἢ ἕνα πρωὶ της φεγγερό.
6. Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που vα γίνει σα μιά ξένη φορτική.
7. Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με –
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται….
8. Έτσι πολύ ατένισα
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου…. μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα….
9. Κεριά
Τοῦ μέλλοντος οἱ μέρες στέκοντ’ ἐμπροστά μας
σὰ μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμμένα —
χρυσά, ζεστά, καὶ ζωηρὰ κεράκια.
Οἱ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιὰ θλιβερὴ γραμμὴ κεριῶν σβυσμένων
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καὶ κυρτά.
Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω ˚ μὲ λυπεῖ ἡ μορφὴ των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ’ ἀναμμένα μου κεριά.
Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ διῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποῦ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποῦ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.
10. Μονοτονία
Τὴν μιὰ μονότονην ἡμέραν ἄλλη
μονότονη, ἀπαράλλακτη ἀκολουθεῖ. Θὰ γίνουν
τὰ ἴδια πράγματα, θὰ ξαναγίνουν πάλι –
οἱ ὅμοιες στιγμές μᾶς βρίσκουνε καὶ μᾶς ἀφίνουν.
Μῆνας περνᾷ καὶ φέρνει ἄλλον μῆνα.
Αὐτὰ ποῦ ἔρχονται κανεὶς εὔκολα τὰ εἰκάζει
εἶναι τὰ χθεσινὰ τὰ βαρετὰ ἐκεῖνα.
Καὶ καταντᾷ τὸ αὔριο πιὰ σὰν αὔριο νὰ μὴ μοιάζει.
11. Φωνές
Ἰδανικὲς φωνὲς κι ἀγαπημένες
ἐκείνων ποῦ πέθαναν, ἢ ἐκείνων ποῦ εἶναι
γιὰ μᾶς χαμένοι σὰντοὺς πεθαμένους.
Κάποτε μὲς στὰ ὄνειρά μας ὁμιλοῦνε
κάποτε μὲς στὴν σκέψι τὲς ἀκούει τὸ μυαλό.
Καὶ μὲ τὸν ἦχο των γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπιστρέφουν
ἦχοι ἀπὸ τὴν πρώτη ποίηση τῆς ζωῆς μας –
σὰ μουσική, τὴν νύχτα, μακρυνή, ποῦ σβύνει.
12. Καισαρίων
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.
Οι άφθονοι έπαινοι κ’ οι κολακείες
εις όλους μοιάζουν. Ολοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί
καθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,
όλες οι Βερενίκες κ’ οι Κλεοπάτρες θαυμαστές.
Οταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω
θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος
δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως…
Α, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νού μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δείνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου -άφισα επίτηδες να σβύνει-
εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,
ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύλοι – που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη»
13. Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
14. Τα Παράθυρα
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
15. Τείχη
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
«Υπάρχουν δύο είδη καλλιτεχνών: αυτοί που δίνουν απαντήσεις και αυτοί που θέτουν ερωτήσεις. Αυτός που ρωτάει δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που απαντάει. Κάποια έργα χρειάζονται καιρό για να γίνουν κατανοητά γιατί συνιστούν απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί. Και συχνά το ερώτημα φτάνει πολύ μετά την απάντηση». (Oscar Wilde)