Με δικονομικό «κλειδί» τον κίνδυνο υγείας άνοιξε η πόρτα της φυλακής του Ελεώνα Θηβών για την 53χρονη καθαρίστρια από το Βόλο. Η εκτέλεση της ποινής της ανεστάλη μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής της στον Άρειο Πάγο. Η γυναίκα, βγήκε από τη φυλακή, όπου πέρασε περίπου ένα μήνα εμφανώς ανακουφισμένη για την εξέλιξη των πραγμάτων και έχοντας μόνο ευχαριστίες για τον κόσμο που τάχθηκε στο πλευρό της. «Ευχαριστώ όλο τον κόσμο που με υποστήριξε ηθικά, που με συγχώρησε κατ’αρχήν για τα αδικήματα που έκανα. Ευχαριστώ γιατί μπήκε μέσα στην ψυχή μου και στην καρδιά μου και κατάλαβε για ποιό λόγο το έκανα. Δεν το έκανα ούτε για να κάνω πλούτη, σπίτια, ούτε τίποτα. Το έκανα για τα παιδιά μου».
Οι ευχαριστίες της γυναίκας, που πριν μπει στη φυλακή είχε πάρει και το απολυτήριο του δημοτικού συνεχίσθηκαν: «Ευχαριστώ τους δημοσιογράφους μέσα από την καρδιά μου, που βγάλατε την ιστορία μου. Έπαθα σοκ, δεν περίμενα ότι θα μου συμβεί τέτοιο πράγμα. Είπα ναι, να πληρώσω για το αδίκημα, αλλά όχι αυτή την ποινή και ευχαριστώ την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που το κοίταξε και ενδιαφέρθηκε μέσα από την καρδιά μου».
Η 53χρονη γυναίκα που επιστρέφει πλέον στο σπίτι της έχει ακόμη πολύ μεγάλο δρόμο μπροστά της: Πέρα από την καταδίκη της για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, η γυναίκα βρίσκεται ουσιαστικά στο μηδέν ασφαλιστικά, αφού τα ένσημα για τα είκοσι χρόνια που εργάσθηκε θεωρούνται πλέον άκυρα. «Την πράξη μου την παραδέχθηκα. Ψυχολογικά και σωματικά ήμουν χάλια. Δεν το είχα ξαναζήσει και φοβόμουν τι θα αντιμετωπίσω. Τρέμω ολόκληρη. Μου στάθηκαν κάποια κορίτσια. Ηταν συνέχεια δίπλα μου, μού λέγανε κάνε υπομονή. Ημασταν εννέα αδέλφια, οι γονείς μας δεν μπορούσαν να μας μεγαλώνουν. Μας έστειλαν στο ορφανοτροφείο. Δούλεψα. Πολύ μικρή γνώρισα τον σύζυγό μου, μού έδωσε αγάπη και οικογένεια που δεν είχα ποτέ. Όλη μου την αγάπη την έδωσα στα παιδιά μου. Όπως την στερήθηκα εγώ από την ορφάνια, το ορφανοτροφείο που δεν πέρασα καλά».
Η διήγηση της γυναίκας είναι ποταμός. Βγάζει ανακούφιση, αγάπη, χαρά και κυρίως αξιοπρέπεια. «Είπα στα παιδιά μου μετά την απόφαση να κάνουν υπομονή. Να μην κλαίνε, να μην ντρέπονται και όλα θα πάνε καλά. Είναι δίπλα μου και δεν ντρέπονται. Μου λέγανε μαμά σ’ αγαπάμε και δεν ντρεπόμαστε. Ευχαριστώ όλο τον κόσμο. Είναι λίγο το ευχαριστώ που με συγχώρησαν, ειδικά οι μαμάδες. Τα χέρια μου έχουν κάλους από τη σφουγγαρίστρα- 20 χρόνια, από το 1996».
Η γυναίκα μιλά και για την εμπειρία της από τη φυλακή: «Εβγαλα την έκτη τελικά και συνέχισα το γυμνάσιο στη φυλακή και θα συνεχίσω. Θα αγκαλιάσω τώρα τα παιδιά μου και τον άντρα μου. Πλέον θα είμαι πιο προσεχτική. Θα γίνω καλύτερος άνθρωπος γιατί η φυλακή είναι σκληρή. Πρέπει οι δικαστές να βλέπουν πιο ανθρώπινα. Γνώρισα πολλά κορίτσια μέσα, που πιθανόν να έχουν αδικηθεί. Θα ψάξω να βρω δουλειά. Δεν φοβάμαι τη δουλειά!»