Ήταν 6 Φεβρουαρίου 1982…
Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό που θα μπορούσε να έμοιαζε με όλα τα προηγούμενα. Αν και ψιλόβρεχε είχε μια άλλη αίσθηση. Η απόφαση της νέας τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Υπουργού Παιδείας Λευτέρη Βερυβάκη, λιτή και σύντομη. Η σχολική ποδιά δεν ήταν πλέον υποχρεωτική.
6 Φεβρουαρίου 1982! Στις ειδήσεις των 9 το προηγούμενο βράδυ η αναγγελία ήταν πολύ σημαντική. Κάτι σαν να λέμε μια μικρή φράση που ξεκινούσε μια μεγάλη επανάσταση: «Από αύριο 6ην Φεβρουαρίου καταργείται η σχολική ποδιά για τις μαθήτριες στα ελληνικά σχολεία». Θυμάμαι το βλέμμα της μητέρας μου και την έκπληξη μαζί με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
«Και τώρα τι θα κάνουμε, πως θα το καταντήσουνε έτσι το σκολειό!»…
Εγώ πάλι δεν τόλμησα να μιλήσω, αλλά ήμουν πολύ, πολύ χαρούμενη. Επιτέλους θα έβαζα ό,τι ήθελα, θα ήμουν «ελεύθερη» να φοράω παντελόνι που τόσο μου άρεσε, θα έβαζα στο σχολείο κι εκείνα τα κυριακάτικα ρούχα που δεν μπορούσα να φορέσω όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Όμως τη χαρά ακολούθησε η σκέψη πως δεν είχα και πολλές επιλογές… Ποιός νοιαζόταν όμως, κάτι θα έβρισκα!
Παράξενη μέρα είχε ξημερώσει, ένα γλυκό μούδιασμα παντού, ένα αμυδρό χαμόγελο που ήθελε να γίνει πλατύ και να σκάσει ίσαμε την αυλή του σχολείου. Ξύπνησα πρώτη απ” όλους στο σπίτι, νύχτα σχεδόν και άρχισα να ψάχνω την ντουλάπα μου. Κοίταζα, ξανακοίταζα, δύσκολο ν” αποφασίσω. Η ώρα περνούσε κι είχα αρχίσει να αγχώνομαι.
Δεν ήξερα τι να βάλω στο σχολείο. Ύστερα από πολύ σκέψη κατέληξα στη στολή της παρέλασης. Ένα άσπρο πουκάμισο και μια μπλε φούστα λίγο κάτω από το γόνατο, αθλητικά παπούτσια πάντα με άσπρα σοσόνια.
Χτένισα τα μαλλιά μου, όχι κοτσίδα σήμερα και κρύφτηκα πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου. Το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου κι έτσι θα μπορούσα να τις δω όλες. Ήθελα να δω τι θα φορούσαν οι φίλες μου… κι ας ήταν μόλις 6 η ώρα… ξημερώματα. Είχα έναν φόβο… κάτι με κρατούσε… ήταν αλήθεια άραγε, δεν θα ξανάβαζα ποτέ ποδιά, ποτέ;
Όσο περίμενα να περάσει ή ώρα σκεπτόμουν τα μούτρα των καθηγητών και του λυκειάρχη μας σαν κτυπούσε το κουδούνι και μαζευόμαστε το πρωί στην αυλή για προσευχή και τη γνωστή «κατήχηση». Σήμερα τι θα μας έλεγε, ποια θα κατσάδιαζε γιατί δε φορούσε την ποδιά της;
Κι ή ώρα περνούσε… Και τότε άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα παιδιά. Όσο και να φαίνεται παράξενο η καρδιά μου κτυπούσε πολύ δυνατά και το στομάχι μου είχε σφιχτεί όπως εκείνες τις μέρες που γράφαμε διαγωνίσματα και δεν ήμουν σωστά προετοιμασμένη.
Και να, μια δυο μαθήτριες είχαν έρθει με την ποδιά τους. Μάλλον δε θα είχαν τηλεόραση ή δεν θα ήξεραν ακόμα τα νέα.
Φοβήθηκα για μια στιγμή, λες, σκέφτηκα μήπως δεν άκουσα καλά, μήπως την πήραν πίσω την απόφαση; Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι «κολλητές μου»… Ευτυχώς κι αυτές τη στολή της παρέλασης φορούσαν… ούτε να “χαμε συνεννοηθεί! Ίσιωσα το κορμί και βγήκα έξω από το δωμάτιό μου. Ο πατέρας μου με κοίταξε γεμάτος απορία…
– «Παρέλαση έχετε σήμερα; Τι είναι αυτά που φόρεσες;»
– «Καταργήθηκε η ποδιά, μπαμπά, δε θυμάσαι χθες βράδυ που το “παν στην τηλεόραση;»
– «Ρεζιλίκια, τι θα κάμουνε ακόμα…!» απάντησε κι έφυγε βιαστικός για το μαγαζί.
Άρχισα να ανηφορίζω προς το σχολειό, κυριολεκτικά τρέμοντας. Στην αυλή δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά αυτή τη συζήτηση. Και τότε εκείνο το πρωινό πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Την επόμενη μέρα όλες μαζί θα φορούσαμε στο σχολείο παντελόνι κι έτσι δε θα ξεχώριζε καμιά και δε θα μπορούσε κανείς να μας βάλει τις φωνές. Έτσι κι έγινε μόνο που οι «συνέπειες» της εποχής ήταν αστείες και απίστευτες.
Ο πιο αυστηρός καθηγητής δεν ήταν ο λυκειάρχης μας, ήταν εκείνος των μαθηματικών που με τη γνωστή του στάση να περπατά με τα χέρια δεμένα πίσω χαμηλά στην πλάτη του, μπήκε στην τάξη κι άρχισε να εξετάζει όλα τα κορίτσια μία-μία, όρθιες στον πίνακα, με το γνωστό ύφος και βλέμμα που σε έσκιζε στα δύο.
Τα αγόρια κοίταζαν απορημένα και αμίλητα. Δεν ακουγόταν παρά μόνο όποιος μιλούσε να πει κάτι σχετικό με την άσκηση. Φυσικά όλες είχαμε ένα θεματάκι με τα μαθηματικά και “κείνος δεν άντεξε…
– «Αλίμονο, άρχισε να φωνάζει, που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα στο σπίτι, να φορέσετε όμως παντελόνια και να κάνετε τις ωραίες, είχατε χρόνο, σα δε ντρέπεστε…!».
Πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε την κιμωλία που κρατούσε κι έφτασε ίσαμε τον απέναντι τοίχο. Ο θόρυβος που έκανε τούτο δω το τόσο μικρό πραγματάκι σαν έπεφτε στο πάτωμα ήταν σαν να έγραφε η ιστορία με μεγάλα γράμματα στον τοίχο της ψυχής μας δυο λέξεις: «Ελευθερία… επιτέλους!». Ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή δίπλα στον πίνακα, με κατεβασμένο και λίγο λοξά γυρισμένο το κεφάλι κλείνοντας το μάτι στις υπόλοιπες… σαν μια παλιά ελληνική ταινία!
Με αφορμή αυτήν την επέτειο έψαξα στην βαλίτσα του παρελθόντος μου κάτω στην αποθήκη και βρήκα σήμερα το πρωί την τελευταία σκούρα μπλε ποδιά μου μαζί με ένα τεύχος της «Μανίνας» και μια άσπρη κορδέλα.
Η ποδιά μου, «Τσεκλένης», ήταν με πιέτες και σκούρο μπλε χρώμα… Αμέσως ήρθαν στο νου μου όλα εκείνα τα χρόνια, η αυλή, το σχολείο, οι αγωνίες, οι συμμαθητές και συμμαθήτριες, οι χαρές και οι λύπες μας.
Οι καθηγητές, μαζί κι εκείνος που μού ‘λεγε συχνά πως «να αρχίσεις να κεντάς, να φτιάχνεις από τώρα την προίκα σου, οι εκθέσεις σου είναι σαν αυτοτελή επεισόδια τρόμου, ούτε απ” έξω δε θα δεις την πόρτα του πανεπιστήμιου…».
Μα πάνω απ” όλα θυμήθηκα πως όσο κι αν πολεμήθηκε η ποδιά, όσο και αν είπαν πως καλύτερα ήταν που καταργήθηκε γιατί δήλωνε την καταπίεση, την ιδρυματοποίηση και χίλια δυο άλλα κι από την άλλη μεριά αυτοί που στάθηκαν απέναντι και φώναζαν πως αυτό δεν έπρεπε να συμβεί, εγώ ένα έχω να πω.
Η σχολική ποδιά ήταν το σύμβολο μιας εποχής αλλιώτικης που κουβαλούσε άλλες αξίες, άλλα πιστεύω κι άλλες φωνές. Σίγουρα όμως αυτό το μπλε χρώμα σκούρο ή ανοιχτό ήταν δεμένο με τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης μας!
Έκλεισα τη βαλίτσα… και τις αναμνήσεις μου… άλλη φορά πάλι!
*Της Ελένης Μπετεινάκη